Κακό όνειρο, που σ’ έχω ξαναδεί!

Ξημέρωμα στον Πειραιά
Καμιά φορά τα βράδυα βλέπω κάτι όνειρα, που μένω με την εντύπωση ότι τα έχω ξαναδεί. Ή με την εντύπωση ότι τα έχω ξαναδεί ή με την εντύπωση ότι έχω ξαναδεί κάποιο θέμα, που επανέρχεται μέσα σε αυτά –αν μπορούμε να μιλήσουμε για θέμα, μέσα στο χαώδη αυτό κόσμο των ονείρων– ένα λαιτμοτίφ που λένε και οι θιασώτες της μουσικής του Βάγκνερ, μια κατάσταση, μια αναγνωρίσιμη σειρά από εικόνες, μια αλληλουχία, κάτι, τέλος πάντων, που κάνει μια πρώτη, απρόσμενη κι αινιγματική εμφάνιση, για να επανεμφανισθεί ξανά σε ανύποπτο χρόνο μέσα σ’ ένα άλλο όνειρο, κατά τα άλλα πάντα φαινομενικώς άσχετο. Όλα τούτα μέσα στη γενική ασυναρτησία των ονείρων. Πιθανόν να συμβαίνει το ίδιο και σε κάποιους από εσάς, δεν γνωρίζω.
Ένας σημαντικός επιστήμονας ο οποίος έκατσε και μελέτησε κάποτε τα όνειρα με μια κάποια συστηματικότητα, συμβούλευε τους ενδιαφερόμενους, κυρίως ασθενείς του (στο θρυλικόν ανάκλιντρον, που λέει ο ποιητής), στων οποίων τους λαβυρίνθους του Μορφέα αναζητούσε τα κλειδιά για μια βαθύτερη διείσδυση στον ψυχικό τους κόσμο, μόλις ξυπνούν να κρατούν αμέσως σημειώσεις από το όνειρο που είχαν δει, ώστε να δημιουργείται με την πάροδο του χρόνου ένα είδος σοουλόγκ (πώς λέμε ιστολόγιο– μπλογκ, εκ του web log, δηλαδή ένα ημερολόγιο στο Διαδίκτυο; Ε, soulog ή slog εκ του soul log, δηλαδή ένα ημερολόγιο της ψυχής). Η συμβουλή αυτή, βέβαια, είχε αξία πρωτίστως για ψυχιάτρους και ψυχοαναλυτές και όχι για ονειρομάντεις, ονειροκρίτες και άλλους τσαρλατάνους. Η συμβουλή δόθηκε με τη σκέψη ότι μια τέτοια τεχνική, ένα τέτοιο εργαλείο θα βοηθούσε τους θεράποντες στην εργασία τους, όσο και τον διδάξαντα συμβουλάτορα.
Προσωπικώς, επειδή δεν με θεωρούσα ψυχικά ασθενή –και εξακολουθώ, όπως, άλλωστε, κάθε ψυχασθενής για τον οποίο έχει οριστικά απωλεσθεί κάθε ελπίδα ανάνηψης ή βελτίωσης– δεν ακολούθησα αυτή τη συμβουλή. Ούτε καν ως άνθρωπος με κάποια κατάρτιση στην ψυχοανάλυση, με αποτέλεσμα να μην είμαι σε θέση να γνωρίζω, αν πράγματι βλέπω τελικά κάποια όνειρα που όντως επανέρχονται ή αν απλώς αυτή μου η εντύπωση δεν είναι, παρά ένα μέρος και αυτή του ονείρου που είδα. Δηλαδή, μια εντύπωση και αυτή ονειρική που, ως τέτοια, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Μια και παραμέλησα, λοιπόν, τη συμβουλή του επαΐοντα στην ώρα της, ούτε τώρα πρόκειται να αρχίσω να δίνω σημασία σε αυτά τα όνειρα, πόσο δε μάλλον να κρατώ σημειώσεις κι από πάνω. Στο κάτω-κάτω προτιμώ να ονειρεύομαι την ημέρα· η νύχτα κρύβει εφιάλτες.
Θα ήθελα, ωστόσο, να σας διηγηθώ εδώ ένα τέτοιο νυκτερινό όνειρο, που νομίζω ότι έχω ξαναδεί: Είδα, που λέτε, ότι είχαν γίνει οι εκλογές και τα ποσοστά των παλαιών κομμάτων εξουσίας είχαν επιτρέψει σε αυτούς τους δεινοσαύρους να παραμείνουν στην πολυπόθητη καρέκλα, χωρίς την οποία, όπως όλοι γνωρίζουμε, είναι σαν κάτι εξαφανισμένα προϊστορικά θηρία, δηλαδή σήμερα πια πλάσματα για Μουσείο Παλαιοντολογίας, κοντολογίς ένα τίποτα, ένα πολύ οδυνηρό τίποτα που φωνάζει όμως πολύ δυνατά, όπως κάνουν όλα αυτά τα τέρατα στις παληές ασπρόμαυρες ταινίες πρωτοπορίας τρόμου του Χόλιγουντ· τέρατα που μες την πολλή φασαρία που προκαλούν καταστρέφουν ανεξέλεγκτα ό,τι βρουν μπροστά τους και ό,τι αγγίζουν ή έρχεται σε επαφή μαζί τους.
Στο μεταξύ, η χώρα και οι άνθρωποί της είχαν, μέσα στο όνειρό μου, πάρει για τα καλά τον κατήφορο και χόρευαν τα τελευταία βήματα σ’ ένα πάνδημο Χορό του Ζαλόγγου, γιατί, όπως λέγανε αυτά τα ίδια τα κόμματα ήδη πριν από τις εκλογές, η κατάσταση είχε γίνει πια τόσο τραγική, απελπιστική, που όποιος διενοείτο να αρθρώσει ότι θα μπορούσε κάτι να διορθώσει εθεωρείτο με απόλυτη βεβαιότητα ότι δεν στέκει, ότι δεν έχει σώας τας φρένας, ότι δεν είναι με τα συγκαλά του, αφού θα μπορούσε να τα κάνει μόνο χειρότερα. Γι αυτό και τον έλεγαν επικίνδυνο. Ειχαμε φθάσει τότε, λέγανε, σ’ ένα στάδιο που, αν κάτι μπορούσε να γίνει, αυτό θα μπορούσε να συμβεί μόνο εντός των ορίων της απελπισίας. Κι από απελπισία σε απελπισία, η τερματισμένη από όλα τούτα χώρα τερμάτισε και στα χαρτιά. Κι επειδή και το λογικό βρίσκει δίοδο και μπαίνει καμιά φορά στα όνειρα (όχι;), ήταν επόμενο, ήταν λογικό να τερματίσει στα χέρια τους η χώρα και στα χαρτιά, αφού είχε ήδη τερματίσει στα χέρια τους κι επί της ουσίας.

Παληός ο φόβος, όσο παλαιοί και οι δεινόσαυροι.
Κι όλο αυτό το χρονικό διάστημα του τερματισμού από την ουσία πλέον και στα χαρτιά, μίλαγαν πάλι, μέσα στο όνειρό μου, στα κανάλια, στις εφημερίδες, παντού όπου τους είχε απομείνει η δυνατότητα, παντού όπου είχε κάτι απομείνει, ό,τι είχε απομείνει ανάμεσα σ’ ερείπια και μπάζα… Μίλαγαν κι έλεγαν: «Όλα ξεκίνησαν από τη στάση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. μετά τις πρώτες εκλογές. Θα μπορούσε να είχε βοηθήσει να σχηματισθεί μια κυβέρνηση, αλλά δεν ήθελε και δεν το έκανε, με τη χαρακτηριστική ανευθυνότητα που τον διακρίνει. Ανευθυνότητα και αλαζονεία. Έτσι οδηγηθήκαμε ξανά σε εκλογές, έγιναν κι ειπώθηκαν χειρότερα πράγματα που επιδείνωσαν κι άλλο την κατάσταση και, πάνω απ’ όλα χάθηκε κάθε διαπραγματευτική δυνατότητα και, βέβαια, πολύτιμος χρόνος. Ο τελευταίος πολύτιμος χρόνος που μας είχε απομείνει. Η τελευταία ευκαιρία για την Ελλάδα. Τα είχαμε πει τότε αυτά, τα έλεγαν συνεχώς σχεδόν όλα τα κανάλια.» Και συνέχιζαν μέσα στο όνειρό μου να μιλάνε και να λένε: «Λέγαμε», έλεγαν, «αν θυμάστε, αυτά τα λόγια: ‘Η Τελευταία Ευκαιρία για την Ελλάδα’. Ήταν με μεγάλα γράμματα ακόμη και πίσω από σας, κύριε Πρετεντέρη, γραμμένα στο σκηνικό της εκπομπής σας. Μέχρι και η Τατιάνα Στεφανίδου τα έλεγε.»
Και συνέχιζαν να μιλάνε, ακαταπαύστως: «Τώρα όμως είναι πια αργά. Όλα κρίθηκαν τότε, αλλά όση ώρα τα λέγαμε και ο κόσμος νόμιζε ότι θέλαμε να τον φοβίσουμε, χωρίς να συντρέχει πραγματικός λόγος, και δυσπιστούσε από δικαιολογημένη οργή απέναντι στις προειδοποιήσεις μας, στις δραματικές εκκλήσεις μας, στην ύστατη έκκληση, τελικά ο πολύτιμος χρόνος εξαντλήθηκε και χάθηκε. Και μαζί του και η Ελλάδα. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Κάναμε ό,τι ήταν δυνατόν, ό,τι περνούσε από το χέρι μας. Δεν μπορούσε να γίνει πια τίποτε περισσότερο.» Και μίλαγαν και μίλαγαν και όσο μίλαγαν, άλλο τόσο φοβόμουν. Ο φόβος μου μεγάλωνε, κορυφώνονταν, η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει πάρα πολύ γρήγορα και δυνατά. Ώσπου…
Ωσπου ξύπνησα. Ασθμαίνοντας και λουσμένος στον ιδρώτα. Ευτυχώς όμως ξύπνησα. Είπα, όνειρο ήταν· ένα κακό όνειρο! Μετά, αφού συνήλθα, προσπέρασα το όνειρο αυτό καθαυτό και άρχισα πάλι να προσπαθώ να θυμηθώ μήπως το έχω ξαναδεί και πότε, γιατί μια τέτοια ακαθόριστη εντύπωση ανέδιδε πάλι κι έμοιαζε με εκείνα τα όνειρα, που σας είπα ότι βλέπω καμιά φορά τα βράδυα και είναι σαν να τα ξέρω από τα παληά. Αδύνατον. Δυστυχώς, επειδή δεν κρατούσα σημειώσεις, για λόγους που σας εξήγησα, βρέθηκα ανήμπορος να διακριβώσω αν πράγματι το έχω ξαναδεί, ή αν απλώς η εντύπωσή μου αυτή ήταν μέρος του όλου εφιάλτη –διότι εφιάλτης ήταν, όχι όνειρο. Και οι εφιάλτες, ξέρετε, επανέρχονται και αυτοί…
Μετά το ξέχασα εντελώς και το κακό όνειρο και την υπόθεση της επανάληψής του. Μη με κακίζετε· κάθε κακό όνειρο θέλει ο άνθρωπος να το διώξει και να το ξεχάσει. Κυρίως όταν μπορεί να το ερμηνεύσει κιόλας. Νομίζω ότι ένας λόγος παραπάνω που θέλει να το διώξει είναι, επειδή ένα όνειρο μπορεί να τον γεμίσει με μεγάλο φόβο, χωρίς να υπάρχει πραγματικός κίνδυνος· διότι ο φόβος γεννιέται μόνο από μέσα μας. Μέσα στη νύχτα.
Γι αυτό σας λέω, δεν έχω και τόσο άδικο που προτιμώ να κρατώ τα αληθινά και όμορφα όνειρά μου για το φώς της ημέρας, για το φως που κάνει την ημέρα να είναι ημέρα, επειδή κάθε ημέρα το φως ανατέλλει νέο, για να τη φωτίζει σαν νέος ορίζοντας, γεμάτος προσδοκία κι ελπίδα. Προσδοκία, ελπίδα και αξιοπρέπεια, γιατί από όλη την πλάση τη νεότητα του φωτός τη βλέπει μόνο ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος, ο οποίος μόνο αυτός βλέπει όνειρα και την ημέρα. Το ημερόφαντον όναρ που έλεγε και ο αρχαίος τραγωδός.