Χαμένοι στη μετάφραση
Ο Καρλ Πόππερ, ένα από τα πιο βαρυσήμαντα μέλη της μεταπολεμικής διανόησης, είχε έρθει κάποτε στην Ελλάδα, όπου, μάλιστα, είχε την ευκαιρία να συναντηθεί με το Δάσκαλό μου και μου τον έσκασε: αγαπούσε τη μουσική, βλέπετε, και ρωτούσε διάφορα πράγματα· ανάμεσα σε αυτά και για τη Φούγκα. Του ήταν αδύνατο να καταλάβει γιατί δεν γίνεται η εισαγωγική φωνή να εκτελεσθεί ρουμπάτο, καθώς κάτι τέτοιο θα επέβαλλε να παιχθούν έτσι και οι άλλες φωνές. Τέλος πάντων, να μη σας μπλέκω τώρα· σημασία έχει ότι ακόμη και τα καλά μυαλά έχουν τα όριά τους.
Τον Πόππερ τον είχε φέρει στη χώρα μας ο φίλος μου ο Δημήτρης ο Φιλόσοφος –σας έχω πει πράγματα γι αυτόν κατά καιρούς. Εδώ θα ανεκηρύσσετο σε επίτιμο Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Για την ίδια χρονική περίοδο, είχε ήδη δεχθεί από καιρού πολλές ανάλογες προσκλήσεις από άλλα και δη επώνυμα Πανεπιστήμια της Ευρώπης, τις απέρριψε, όμως, όλες, όχι επειδή το Πανεπιστήμιο Αθηνών είναι ψηλότερα στις διάφορες διεθνείς κατατάξεις, αλλά διότι ο τίτλος του Διδάκτορα της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών είναι αλλιώς, πώς να το κάνουμε; Ειδικά όταν είσαι πραγματικά Διδάκτωρ Φιλοσοφίας.
Κάτι τέτοια τα συνειδητοποιεί κανείς στας δυσμάς του βίου του, και ο Πόππερ ήταν τότε ένας ηλικιωμένος άνθρωπος… Εγώ, ωστόσο, δεν ήθελα να σας μιλήσω σήμερα γι αυτόν, αλλά, όπως σας υποσχέθηκα, για τον Τζόζεφ Στίγκλιτζ, που είναι και νομπελίστας, όχι σαν τον Πόππερ…
Ο Τζόζεφ Στίγκλιτζ, συλλέκτης πολλών τίτλων και κάτοχος πολλών και υψηλών θέσεων και αξιωμάτων, έχει γράψει, ανάμεσα στα πολλά, ένα βιβλίο με τον τίτλο “Freefall”, θα λέγαμε “Ελεύθερη Πτώση”. Το βιβλίο αυτό μου το χάρισαν τα περασμένα Χριστούγεννα. Ευχαρίστησα από καρδιάς τον άνθρωπο που μου το χάρισε, έναν υπέροχο άνθρωπο, αλλά μέσα μου με κυρίευσε το άγχος του πώς θα το κουβαλήσω, γιατί για να το διαβάσω… δύσκολο: είναι πεντακόσιες σελίδες! Πώς να διαβάσω ένα βιβλίο που είναι πεντακόσιες σελίδες; Όσο μεγαλώνω, τόσο λιγοστεύει ο αριθμός των σελίδων που ανέχομαι σε ένα βιβλίο, κι έτσι στάθηκα στον τίτλο. Ο Έλληνας εκδότης τον είχε αποδώσει ως «Ο Θρίαμβος της Απληστίας».
Σκέφθηκα ότι ο Στίγκλιτζ, ό,τι και νάναι, δεν μπορεί να λέει τέτοια πράγματα. Δεν μπορεί, οικονομολόγος άνθρωπος, να επιτιμά την προσπάθεια των κοινωνιών προς τη σύγκλιση και την ευημερία, να μιλάει έτσι αβασάνιστα για απληστία. Καλά οι άλλοι, που μιλάνε για φούσκες, για αδικαιολόγητα δανεικά, για «μαζί τα φάγαμε» και για λιτότητες… Κοτζάμ νομπελίστας όμως;
Ας αφήσουμε τις χώρες, ας αφήσουμε τα νοικοκυριά και ας πάρουμε αυτό το μπλογκ για παράδειγμα. Από την ώρα που άρχισα να γράφω, οι αναγνώστες αυξάνονται σταθερά. Στους πόσους θα πρέπει να είμαι ευχαριστημένος; Στους δέκα χιλιάδες; Στους εκατό χιλιάδες; Στο ένα εκατομμύριο; Μην νομίζετε ότι είναι ικανοποιητική η απάντηση «γράφε εσύ και όσοι θέλουν το διαβάζουν», διότι από το πώς γράφω εξαρτάται και ο αριθμός των αναγνωστών μου. Αν, λ.χ., υποθέσουμε ότι θα μπορούσα να γράφω σαν τον Ιμμάνουελ Καντ και το έκανα, τότε ο αριθμός των αναγνωστών θα ήταν διαφορετικός από το να μπορούσα και να έγραφα σαν την Τζόαν Ρόουλινγκ, συγγραφέα του Χάρρυ Πόττερ. Και δεν είναι μόνο θέμα ύφους. Είναι και η θεματολογία κ.α. Ακόμα και η έκταση μετράει: Αν, π.χ., έγραφα πεντακόσιες σελίδες κάθε φορά, όπως ο Στίγκλιτζ, θα είχα πολύ λιγότερους αναγνώστες από ό,τι αν έγραφα κάθε φορά μια παράγραφο. Πού, λοιπόν, σταματάει κανείς, πού βρίσκει την πλησμονή, πού βάζει το όριο;
Άντε και βρήκαμε πού βάζει το όριο για το sotosblog. Μια χώρα, όμως, πού θέτει το όριο; Στις δυνάμεις της; Ποιες είναι αυτές; Δύναμή της δεν είναι και η συμμετοχή της στην Ε.Ε.; Δύναμή της δεν είναι η συμμετοχή της στο Ευρώ; Δεν πρέπει να συγκλίνει; Δεν πρέπει να δανειστεί για να το προσπαθήσει; Εκείνοι που τη δανείζουν δεν το αναγνωρίζουν ως δικαίωμα, αν όχι ως υποχρέωση;
Και πώς θα ανταποκριθεί στη σύγκλιση; Με τα «ευρωπαϊκά προγράμματα»; Μα αυτά λένε ότι αν φτιάξεις με δικά σου λεφτά ένα δρόμο που να συνδέει δύο αρχαιολογικούς τόπους, τότε θα πάρεις τα χρήματα για να περάσεις από κάτω οπτικές ίνες και φυσικό αέριο κι εσύ δεν έχεις χρήματα για να ξαναφτιάξεις την Αθηνών-Σουνίου, οπότε το πρόγραμμα το παίρνει η Γερμανία και φτιάχνει τη Ρομαντική Οδό τζάμι. Για σένα περισσεύουν χρήματα για να βάλεις κομπιούτερ στα Κ.Α.Π.Η. Δε λέω, έχει κι άλλους δράκους το παραμύθι, αλλά, πάντως, δεν μπορεί να λέει τέτοια πράγματα ο Στίγκλιτζ!
Μήπως, τότε, την πατάτα του τίτλου του βιβλίου του την έκανε ο Έλληνας εκδότης;
Ναι, μια ολόκληρη βιομηχανία παραπληροφόρησης και χειραγώγησης της Κοινής Γνώμης στήθηκε για να μας θολώσει την κρίση –μέσα και το «μαζί τα φάγαμε». Κανάλια, εκδότες εφημερίδων, περιοδικών, βιβλίων, μικροί και μεγάλοι παπαγάλοι, κοράκια, μπούφοι και καρακάξες μπήκαν στο κόλπο και τρέλαναν τον κόσμο. Τον έκαναν να παραμιλάει και να λέει τα ίδια που λέγανε κι αυτοί, τερατώδη και ανήκουστα πράγματα. Σου λέει, εδώ τα γράφει ο νομπελίστας μόστρα στη βιτρίνα, έτσι δεν θάναι; Τον τίτλο βλέπανε.
Για να μην με πούνε συνωμοσιολόγο, που είναι κλασσικού τύπου εκφοβισμός, διάβασα –τι νάκανα;– το βιβλίο του, ύστερα έγραψα στον Στίγκλιτζ και τον ρώτησα· στο Ειδικό Γραφείο που έχει για δημοσιογράφους, παρακαλώ. Μου απάντησαν ότι, δυστυχώς, είναι πολύ απασχολημένος και δεν έχει χρόνο «ούτε για τα πιο μικρά, έστω σημαντικά» –αυτό πήγαινε για την ερώτησή μου: αν εντέλει συμφωνεί με αυτόν τον τίτλο. Σιγά μην απαντήσει σε μένα… ε; Ώστε, εγώ είμαι το πρόβλημα;
Ένας Πόππερ, που τίμησε την Ελλάδα χωρίς ειδικά παραπρωθυπουργικά αξιώματα, χωρίς καν έναν κυβερνητικό απεσταλμένο στην ακαδημαϊκή τελετή που έγινε, κάθε αυθεντικός διανοούμενος, με συναίσθηση του τι παίζεται, δεν θα το έκανε ποτέ. Δεν θα περιφρονούσε ποτέ κανέναν, όσο ασήμαντο, πόσο δε μάλλον κάποιον από την Ελλάδα, την ελληνική Κοινή Γνώμη· ιδιαιτέρως σε μια εποχή που όλοι ασχολούνται με την Ελλάδα, που η χώρα μας βρίσκεται για αλλότριους λόγους στο κέντρο του κόσμου, με την ουρίτσα του Στίγκλιτζ μέσα. Εκτός αν η στάση του είναι ακριβώς λόγω ουρίτσας… Και να σκεφθείτε ότι δίνει ακόμη συμβουλές για το πώς θα ξεπεράσουμε την κρίση. Δε βαριέσαι… Έχει καμιά δεκαετία ακόμη για να φθάσει τα χρόνια του Πόππερ, εδώ θάμαστε, πρώτα ο Θεός.
Πάντως θλίβομαι, γιατί έχασα το χρόνο μου. Δεν μου λείψαν δα και τα βιβλία και θα μπορούσα στο κάτω-κάτω, αντί για το «Θρίαμβο της Απληστίας», να διαβάσω και πάλι, ας πούμε, τον γέρο-Καρλ: «Η Ανοικτή Κοινωνία και οι Εχθροί της», που είναι και χίλιες σελίδες άμα λάχει, πάνω-κάτω στην ίδια τιμή, κύριε οικονομολόγε…