Πειναλέοι εναντίον πεινασμένων

καραγκιόζηςΤα προνόμια έχουν κάτι από την Μαρία την Πενταγιώτισσα: στην ποδιά τους σφάζονται παλληκάρια! Δεν είναι η δόξα ή το χρήμα που κυνηγούν οι άνθρωποι, αλλά τα προνόμια που απορρέουν από αυτά. Ο τρόπος που τα διεκδικούμε, τα ασκούμε και τα υπερασπιζόμαστε, καθώς και τα όποια προνόμια αυτά καθεαυτά μας προσδιορίζουν και μας χαρακτηρίζουν στα μάτια του διπλανού μας. Προέχουν; Και τι επιδιώκουμε χάρη σε αυτά; Να συνδεθούμε με τον άλλον ή να διαχωρισθούμε από αυτόν; Καθώς φαίνεται, δεν μας αρκεί η ξεχωριστή ταυτότητα που διαθέτει κάθε άνθρωπος αφ’ εαυτού του· έχουμε ανάγκη από προνόμια για να την εδραιώσουμε. Και, δυστυχώς, το να συμπάσχεις δεν θεωρείται ακόμη προνόμιο, αλλά μάλλον κάτι σαν αδυναμία.

Τα προνόμια ασκούν μεγάλη γοητεία πάνω στον άνθρωπο –ισχυρή η σαγήνη τους ομοίως σε άτομα και ομάδες. Το δε αίσθημα του ότι είναι κάποιος προνομιούχος υπερτερεί ως ισχυρότερο, γι αυτό και δεν είναι ν’ απορεί κανείς, όταν βλέπει κάποιον να υπερασπίζεται ένα κάποιο προνόμιο, έστω αμφίβολο ως τέτοιο στα μάτια των άλλων. Μπορεί, λ.χ., να λείπει στις μέρες μας ένα ενιαίο μέτωπο απέναντι στο μεγάλο πάθημά μας, και να επιζητείται αυτό ασμένως σε όλες τις συζητήσεις –ένα μέτωπο που θα μας έβγαζε σύσσωμους απέναντι στην εξουσία· την ίδια ώρα, ωστόσο, το αίσθημα του προνομιούχου, ακόμα και η ψευδαίσθηση, καταφέρνει να βγάζει κάθε φορά στους δρόμους την ομάδα, που αισθάνεται ότι της θίγεται. Κι ας συμβαίνει να στρέφεται η διαμαρτυρία και εναντίον της, καθώς, πονηρή ούσα, η εξουσία εμφανίζει ως και τα αυτονόητα σαν προνόμια και τα στηλιτεύει, για να πυροδοτήσει τον κοινωνικό αυτοματισμό –πειράζει κι εκπειράζει η εξουσία το αίσθημα δικαίου, κατά το μέτρο που θα όφειλε να είναι τούτο συμβατό προς το αίσθημα του προνομιούχου. Ως πρακτική, αποκαλύφθηκε αυτή πρόσφατα στα λόγια του εθνικού Επαίτη, που υπεστήριξε για την απεργία στο Μετρό ότι τα Μ.Μ.Μ. ανήκουν στο λαό και άρα δεν μπορεί, όπως είπε, να δεχθεί εξαιρέσεις. Αναπαράγεται δε συστηματικά η ίδια τεχνική από τα Διαπλεκόμενα, εκθέτοντας τους περιστασιακούς «προνομιούχους» στους περιστασιακούς «μη προνομιούχους», αμφότερους δε σε όσους ανάλγητους και αμέριμνους έχουν το προνόμιο (μάλλον περιστασιακό και αυτό) να αδιαφορούν.

Τι γίνεται όμως όταν πρόκειται για τα προνόμια της ίδιας της εξουσίας που δύσκολα πείθει κανείς ότι απολαμβάνονται αυτά ως παράπλευρα και όχι ως κύριο μέλημα από τους αποληψίες;  Όσο και αν οι πολιτικοί ισχυρίζονται ότι ουσιαστικό επιδιωκόμενό τους δεν είναι τα προνόμια, όσο κι αν διατείνονται ότι αποκλειστικός πόθος τους είναι να ευεργητήσουν τον λαό, ή να σώσουν την πατρίδα, ο λαός από την πλευρά του, ο λαός που δεν απολαμβάνει ο ίδιος των δικών τους προνομίων, διαπιστώνει με κάθε ευκαιρία και αφορμή ότι τα προνόμια και μόνο αυτά είναι εκείνα που εντέλει οδηγούσαν και οδηγούν τους αναιδείς σωτήρες του. Η κραυγαλέα ανισότητα και ανισονομία, οι συντεχνιακές μεθοδεύσεις, τα συνωμοτικά ήθη, και η γενική αδικία νικούν τους ενδοιασμούς και δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας.

Μπορεί οι πολιτικοί να καλούν σε υπεράσπισή τους ένα αόριστο «δεν είμαστε όλοι ίδιοι», και να επικαλούνται έκτακτες συνθήκες ή υψηλές αξίες, όπως η Δημοκρατία, ή το πρωτόκολλο και το τι ισχύει στο Εξωτερικό, και μπορεί ακόμη-ακόμη να υποστηρίζουν ότι τα προνόμιά τους δεν είναι παρά οικονομικά ασήμαντες διευκολύνσεις στην υπηρεσία της απρόσκοπτης άσκησης ιερών καθηκόντων προς όφελος του πολίτη, αλλά ο λαός ούτε Πόντιο Πιλάτο που κοιτάει το τομάρι του ψηφίζει, ούτε φοβισμένο ανθρωπάκι που κάνει τα στραβά μάτια. Για να πεισθεί θέλει τον πολιτικό να διάγει βίο υποδειγματικό· και να θεωρεί υποχρέωσή του το να κατονομάζει με παρρησία και χωρίς υπολογισμούς ποιος συνιστά παράδειγμα προς μίμηση και ποιος προς αποφυγή, όσο ψηλά κι αν πρέπει να δείξει με το δάκτυλό του –ή μάλλον ιδίως όταν πρέπει να δείξει ψηλά!

Ο λαός δεν είναι στραβός: Βλέπει και συγκρίνει· ατυχώς για τους πολιτικούς στις μέρες μας, όλους με γνώμονα τον απλό και απέριττο Πρόεδρο της Παραγουάης που δεν αποχωρίζεται το σαραβαλάκι του, και έχει κερδίσει την αγάπη και τον σεβασμό των συμπολιτών του με μια αυθεντική και αποστομωτική ταπεινότητα. Σε κοινωνικές συνθήκες σαν τις δικές μας τέτοιες συγκρίσεις είναι αμείλικτες.

Οι πιο πανούργοι από τους πολιτικούς τα γνωρίζουν αυτά. Θυμάμαι, π.χ., τους ανθρώπους του εθνικού μας Επαίτη να διοχετεύουν πριν από πέντε μήνες την είδηση ότι θα μετέβαινε αυτός, όπως θα έκανε και ο απλός πολίτης, δηλαδή με το αεροπλάνο της γραμμής στο Βερολίνο, για να συναντήσει την Γερμανίδα Καγκελάριο. Λίγες ώρες αργότερα πληροφορηθήκαμε ότι πρυτάνευσε τελικά η υπόδειξη του θεράποντος ιατρού: όπως διευκρινίσθηκε, οι απότομες διακυμάνσεις της ατμοσφαιρικής πίεσης στα συμβατικά δρομολόγια αντενδείκνυνται στα μετεγχειρητικά οφθαλμολογικά περιστατικά, κι έτσι επελέγη το κυβερνητικό αεροσκάφος –το τεχνητό προφίλ ταπεινότητας είχε ήδη φιλοτεχνηθεί επαρκώς με την διαρροή περί της αρχικής πρόθεσης, και μια ιατρική γνωμάτευση δεν θα το έθετε σε κίνδυνο· ίσα-ίσα που θα το ενίσχυε κίολας –σε αντίθεση, ασφαλώς, προς μια ιατρική γνωμάτευση για έναν συνδικαλιστή του Μετρό…

Ωστόσο, ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον: παρά την επούλωση της πληγής από την επέμβαση στο μάτι, το ταξίδι στο Κατάρ έγινε πάλι με το κυβερνητικό αεροσκάφος. Τώρα, αν η δημοσιογραφική κουστωδία επέλεξε να παρασιωπήσει το γεγονός, και παρακράτησε γι αργότερα –εφ’ όσον ήθελε χρειασθεί– το αντιγύρισμα ότι άρμοζε στην εθνική αυτή αποστολή η αρχοντοχωριάτικη εικόνα του κρατικο-επιχειρηματικού αεροσκάφους μιας αγρίως χειμαζόμενης χώρας, ας μάθει με την ευκαιρία και αυτή ότι, όπως πληροφορούμαι, μεταξύ εκείνων των συνοδών επιχειρηματιών που θα μπορούσαν να είχαν πάει και μόνοι τους στην Ντόχα δεν έλειψε ο καγχασμός. Δια δε τους απλούς θεατές… Αν μέτρησαν και για το Κατάρ όσο είχαν μετρήσει για το Βερολίνο, τότε οι συμβολισμοί πραγματικά χαρακτηρίζουν στο σύνολό του όλο αυτό το ταξίδι· γιατί πήγανε αυτοί κυριολεκτικά περίπατο.

Προνόμια αποκτά κανείς με πόνο, μα τα αποποιείται με πολύ μεγαλύτερο. Το κατανοώ. Πλην όμως, βέβαιος πια πως έχω να κάνω με πειναλέους των προνομίων, θα έκανα στο εξής το πολιτικό ρεπορτάζ με κλειστά τα μάτια· από το σπίτι μου. Θα έφτιαχνα μια λίστα με ό,τι προνόμια συνεπάγεται το Μαξίμου, θα καταχώριζα σε ξεχωριστή στήλη τα ανέφικτα, και θα ανέμενα πλέον ήσυχος-ήσυχος να προϋπαντήσω τις ειδήσεις, αντί να τις κυνηγάω. Εκτός, φυσικά, αν επιθυμούσα κι εγώ να πλουτίζω με σπάνιες, συλλεκτικές σφραγίδες τις σελίδες του διαβατηρίου μου, ως παραπειστήρια μιας δήθεν περιπετειώδους ή εξωτικής σταδιοδρομίας.

Το δίχως άλλο, υπάρχει και η σκοπιά που παραμερίζει περί αυτά τα θέματα συμβολισμούς, τραβηγμένες συγκρίσεις με την Παραγουάη, όλα τα τέτοια διάφορα ηθοπλαστικά και γραφικά, λογαριάζοντας μόνον κατά πόσον βγαίνει αποτέλεσμα. Αλλά είναι τούτο εργασία μιας άλλης ειδικότητας· των συντακτών του οικονομικού ρεπορτάζ. Ανθρώπων όμως πολύ απασχολημένων τούτον τον καιρό από βαρύ φόρτο εργασίας με αριθμούς και ποσά, που δεν βγαίνουν και αφορούν σε όσους δεν έχουν πια προνόμια. Ενόψει μάλιστα και άλλων επισκέψεων που έχουν προαναγγελθεί για τα μήκη και τα πλάτη της γης, όσην ώρα το πολιτικό ρεπορτάζ υπερασπίζεται το δικό του προνόμιο του να ίπταται επισήμως στους αιθέρες.