Οι όροι της αγοράς

Το WordPress μπορεί να λέει κάτω από τον τίτλο ό,τι θέλει, πάντως το κείμενο που ακολουθεί είναι του Σταμάτη. Υπομονή! Θα τα φτιάξουμε όλα.

by Σταμάτης Πάρχας

cn_tall_short_070619_msΠέρασα τέσσερις μέρες στην αγαπημένη πλέον όλων μας Γερμανία, σε μια πόλη πλούσια, το όνομα αυτής Ντύσσελντορφ. Είχε λίγο κρύο, είχε και χιόνια. Συνηθισμένο φαινόμενο για τους Γερμανούς, δεν του έδωσαν σημασία, καθάριζαν ίσα-ίσα μονοπάτια στα πεζοδρόμια.

Η βόρεια Γερμανία έχει πολύ μεγάλη ησυχία, στους δρόμους κυκλοφορούν ελάχιστα αυτοκίνητα και ελάχιστοι άνθρωποι, φαντάζομαι οι περισσότεροι είναι στις δουλειές τους (ναι, έχουν δουλειές), όπου έχουν πάει με λεωφορείο, μετρό, τράμ, ανάλογα.

Οι Γερμανοί εμένα δε μου μοιάζουν να δουλεύουν πιο καλά ούτε πιο πολύ από μας τους Έλληνες. Μπορεί να δουλεύουν λίγο πιο ήσυχα και συγκεντρωμένα, αν και δεν το νομίζω. Τα μαγαζιά τους δε σφύζουν από πελατεία, έχουν όμως πάντα λίγη. Στο Ντύσσελντορφ γινόταν μία πολύ πολύ μεγάλη έκθεση σκαφών, ναυτικών ειδών, θαλασσινών διακοπών. Εκεί είχε πολύ κόσμο, και πολλοί αγόραζαν σκάφη ή τα καλοκαιρινά πακέτα διακοπών τους. Και για την Ελλάδα, υπήρχαν κάποια Ελληνικά περίπτερα, σκόρπια βέβαια, μια και σιγά μη φρόντισε κανένας ΕΟΤ ή κανένα προξενείο να πάνε οι Έλληνες όλοι μαζί, να δημιουργήσουν μια κρίσιμη μάζα εκθετών μαζί, που να κάνει πιο ελκυστική τη χώρα συνολικά ως προορισμό. Είπαμε, μην περιμένουμε τίποτα από το κράτος, ιδιωτική πρωτοβουλία και άγιος ο Θεός. Τώρα γιατί το Γερμανικό, Ιταλικό, Τούρκικο κράτος ασχολούνται είναι μια άλλη ιστορία, όχι του παρόντος.

Οι Γερμανοί μοιάζουν να ζούν μια απλή ήσυχη καθημερινή ζωή χωρίς πολλές εξάρσεις, να δουλεύουν φυσιολογικά, όχι τεράστια ωράρια και όχι με τεράστια ιδιοφυΐα, και να είναι η πιο πλούσια χώρα στην Ευρώπη. Γιατί, αναρωτιόμουν; Γιατί όχι και η Ελλάδα; Ποια συγκυρία δεν αφήνει να σπάσουμε το τσόφλι της μιζέριας και της ύφεσης κι απλά να πιάσουμε δουλειά; Είναι άραγε συγκυρία; Τι άλλο μπορεί να είναι; Η συνέχεια στο επόμενο, αγαπητοί αναγνώστες, θα ήθελα λίγο να το σκεφτούμε όλοι, όχι ιδεοληπτικά, ως απλή παρατήρηση-συμπέρασμα.

Στο μεταξύ, να σας πώ για το αεροπλάνο της Aegean όπου επιβιβάστηκα για να επιστρέψω στην αγαπημένη μου Αθήνα. Από την προηγούμενη μέρα είχα συνδεθεί με την εταιρεία μέσω web και είχα κλείσει τη θέση μου. Βρήκα μια ωραία κοντά στην αριστερή πόρτα που δεν έχει άλλο κάθισμα μπροστά και μπορείς κι απλώνεις άνετα τα πόδια σου. Μπαίνοντας στο αεροπλάνο, φτάνω στη σειρά 10 και βλέπω στην περί ης ο λόγος θέση κάποιον να κάθεται ήδη. Ψηλός, με κοντό γενάκι, ευπαρουσίαστος, σοβαρός. Δεν ήξερα αν ήταν Έλληνας, οπότε στα Αγγλικά τον ρώτησα αν πίστευε ότι θα μπορούσα να καθόμουν εγώ σε εκείνη τη θέση όπου καθόταν. Με κοίταξε απλά στα μάτια και μου είπε όχι. Τον ρώτησα γιατί. Και μου απάντησε πάλι απλά «γιατί αυτή τη θέση την έχω κλείσει». Τον ρώτησα το όνομα της θέσης που έχει κλέισει, μου απάντησε 10C. Τότε του εξήγησα ότι 10C ήταν η θέση στο διάδρομο, ενώ η περί ής ο λόγος περιζήτητη ήταν η 10Α και την είχα κλέισει εγώ. Χωρίς να μιλήσει καθόλου σηκώθηκε και έκατσε εκεί που του είπα.

Ύστερα αναρωτιόμουν. Τον έβλεπα σοβαρό, διάβαζε Τσέχωφ και κρατούσε σημειώσεις με μολύβι σε ένα organizer, κάθε τόσο έσβυνε με γομολάστιχα. Αναρωτιόμουν αν πίστευε πραγματικά ότι είχε καθήσει στη σωστή θέση στην αρχή. Και ήμουν σίγουρος πως όχι, δεν το πίστευε. Γιατί μου το είπε όμως; Μπάς και δεν πίστευα εγώ ποια είναι η αλήθεια της ονοματολογίας των θέσεων.

Και συνειδητοποίησα ότι αυτός ο ψηλός εμφανίσιμος, σοβαρός μάλλον, παραλίγο σικάτος, άνδρας (Έλληνας), απλά πέταξε ένα ψεμματάκι του τύπου «άμα πιάσει». «Άμα πιάσει την πήρα την καλή θέση, άμα δεν πιάσει τι είχα τι έχασα. Μετά σκέφτηκα ότι στην ερώτησή μου «γιατί», αν η απάντηση ήταν «επειδή είμαι δύο κεφάλια πιο ψηλός από σας, αγαπητέ, και θα μου κάνει πολύ μεγαλύτερο καλό εμένα αυτή η θέση», θα με υποχρέωνε να σκεφτώ και εγώ εκτός όρων αγοράς υπέρ του συνολικότερου κοινωνικού οφέλους. Αλλά δεν το έκανε, πήγε απλά να ξεγελάσει την αγορά πάλι με όρους αγοράς.

Κι έτσι κι εγώ αποκοιμήθηκα με τα πόδια απλωμένα μπροστά, συμπεριλαμβανομένου του λίγο πονεμένου από την ποδαράδα στην έκθεση του Ντύσσελντορφ δεξιού μου.