Περί δημοσιογραφικής δεοντολογίας

Γλυπτό της Αρποκράτειας θεότητας. Συνιστά αίνιγμα για την Αρχαιολογία αν πιπιλίζει το δάκτυλό του ή εάν μας συμβουλεύει να σιωπούμε, όταν πρέπει. Δύο πολύ διδακτικές εναλλακτικές για την περίπτωσή μας.
Το φαινόμενο Χρυσή Αυγή δεν είναι ένα υγιές φαινόμενο, το γνωρίζουμε όλοι· το διαισθάνονται ακόμη και άνθρωποι που το ψήφισαν, ακόμη και άνθρωποι που θα το ξαναψηφίσουν. Και δικαιολογούν τον εαυτό τους στον εαυτό τους, έχοντας πρόχειρη ανά χείρας την εικόνα μιας πολιτείας εγκληματικά ένοχης απέναντι στην κοινωνία. Πιθανόν, ομοίως το γνωρίζουν ακόμη και κάποια στελέχη της· τολμώ να το υποθέσω, έστω στο όνομα του απαράβατου κανόνα, που λέει ότι δεν υπάρχει σχηματισμός που να είναι απόλυτα στεγανός, απόλυτα ομοιογενής. Το απόλυτα στεγανό τμήμα, ο απόλυτα στεγανός πυρήνας είναι όλοι κι όλοι μια δράκα και απέναντι σε αυτό το προφανές, οι ευθύνες των θεσμών είναι μεγάλες. Είπαμε, ευθύνες αναλογούν πολλές σε πολλούς. Ευθύνες που οδηγούν στο γνωστό άθλιο επεισόδιο.
Άλλο όμως οι ευθύνες που οδηγούν στο επεισόδιο και άλλο οι ευθύνες για το επεισόδιο. Ας ανατρέξουμε στην πιο πρόσφατη αφύπνιση της Κοινής Γνώμης περι τα πράγματα, διότι κατά τα άλλα το φαινόμενο είναι γνωστό τοις πάσι:
Η μεγάλη είδηση του εκλογικού αποτελέσματος, δηλαδή, μια χωρίς προηγούμενο ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών ας μη μείνει εδώ μια αφηρημένη περιγραφή. Περιέχει τον καταποντισμό των κομμάτων που διαχειρίσθηκαν την εξουσία, μακελεύοντας το λαό και περιφρονόντας τη λαϊκή βούληση. Κατά συνέπεια καταγράφηκε θεαματική αύξηση της εκλογικής δύναμης του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. H Χρυσή Αυγή, και αυτή με τη δική της επίδοση θεαματικής αύξησης στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων, βρίσκεται στους οιονεί μετεκλογικούς αντίποδες (ή ακριβέστερα παράποδες).
Έτσι ενόψει επαναληπτικών εκλογών, το πολιτικό κατεστημένο αποδύθηκε σε μια κορυβαντιώσα επιχείρηση λεηλασίας αυτών των ποσοστών, αποβλέποντας στην επιβίωσή του· γυρεύοντας σανίδα σωτηρίας. Με πρωταγωνιστές τη Ν.Δ. και τα Μ.Μ.Ε., κομπάρσους τους λοιπούς κι εμμονικό υποβολέα μίσθαρνα κι ενεργούμενα των τραπεζικών συμφερόντων και της διεθνούς τοκογλυφίας, ξεδιπλώθηκε επιθετική πανστρατιά με ιαχές φόβου και τρόμου, και ρητορική ενός υπο άλωση Ιλίου με την Κασσάνδρα να εξεπολύει την προφητεία του ολέθρου από τις φλεγόμενες επάλξεις.
Σε ό,τι αφορά τους μεγάλους ναυαγούς, και σε επίπεδο κομματικών επιτελείων, με το σχέδιο σωτηρίας τους εξομοιώνουν –ας μην κρύβονται– αμφότερους τους νέους μεγάλους κερδισμένους της πολιτικής ανατροπής κάτω από την πινακίδα «κίνδυνος-θάνατος». Καθώς ο ένας από τους δύο, όμως, πέρασε πια από το στάδιο της αόριστης και ρητορικής πινακίδας στο στάδιο του οφθαλμοφανούς –μέσω μικρής οθόνης εθνικής και πλέον εμβέλειας– οι διάφοροι φιλιππικίζοντες λόγοι των εμπνευστών του σχεδίου –λόγοι και δηλώσεις υπέρ πολιτικής ευπρέπειας, πίστης στη Δημοκρατία κ.τ.τ.– δεν πείθουν· πρόκειται για υπόδειγμα «ιδίας αισχρότητας», όπως έχουμε υποστηρίξει και στο παρελθόν. Αποβλέπουν στο να παραπείσουν τους «μη δεμένους» ευήθεις κι ευαπάτητους, καλώντας τους να παραβλέψουν το βεβαρημένο μητρώο απαξιωτικής συμπεριφοράς αυτών των δήθεν ηρακλειδών του πολιτεύματος απέναντι σε αυτό το ίδιο το πολίτευμα, για το οποίο, κατά τα άλλα, κόπτονται και κήδονται –η περιφρονητική στάση τους έχει κριθεί: τεκμηριώθηκε με αισχρά συνταγματικά και κοινοβουλευτικά τερτίπια μέσα στη Βουλή, αποτυπώθηκε ως σιδηρούν προσωπείο στο φακό, καταχωρίσθηκε ως διακομίσεις στα δελτία κινήσεως των νοσοκομείων από την πρωτοφανή καταστολή στους δρόμους και τις πλατείες, πενθήθηκε βαρειά στα κοιμητήρια, ενώ εν τέλει πιστοποιήθηκε οριστικά με αυτό καθεαυτόν το αποτέλεσμα των εκλογών ως μακρά, ακραία αλαζονική, προσβλητική, ταπεινωτική, απάνθρωπη και βάρβαρη αναντιστοιχία με το λαϊκό αίσθημα και τη λαϊκή βούληση.
Η γενική εντύπωση είναι, αλλά και τα δημοσκοπικά ευρήματα έδειξαν, ακόμη και μέσα στην κατσαρόλα της μαγειρικής τους, ότι η άλλη κατσαρόλα, η άδεια, η κατσαρόλα της κουζίνας, μαζί με τη πικρή γεύση της κοινωνικής αηδίας και την προσβολή της προσωπικής αξιοπρέπειας, καθώς και τον εθνικό διασυρμό προίκισαν με τα αποφάγια του αποτρόπαιου αυτού δείπνου τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και του χάρισαν μη αναστρέψιμη δυναμική. Σε αντίθεση, ο εν λόγω οιονεί αντίποδας (ή παράποδας, όπως είπαμε) τον οποίο ανέδειξε το εκλογικό αποτέλεσμα εμφανίζεται, ωστόσο, στα πληγέντα κομματικά επιτελεία πολύ πιο πρόσφορος προς λεηλασία. Το ποιος από τους δύο, Ν.Δ. ή Πα.Σο.Κ. –και άλλοι…– θα εισπράξει κάποιες μετατοπίσεις και πόσες είναι άδηλο –αν εισπράξουν οτιδήποτε.
Λέω αν εισπράξουν οτιδήποτε, διότι αφ’ εαυτού των δεν είναι σε θέση να εισπράξουν τίποτε, εκτός από φθορά κάποιου τρίτου –δια της τεθλασμένης που λέμε. Έτσι, τα ποσοστά που θα αποσπάσει η Χ.Α. στις επικείμενες εκλογές θα παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Διότι από τη μία αυτή αποκαλύπτεται ενώπιον της Κοινής Γνώμης, αλλά από την άλλη, υπάρχουν την ίδια ώρα ψηφοφόροι που πεισμώνουν. Διαθέτουμε δε και μια αριθμητική βάση για να μετρήσουμε και να αξιολογήσουμε· μια βάση από την οποία μπορούμε να ξεκινήσουμε, για να είμαστε τότε πια σε θέση να εξαγάγουμε συμπεράσματα: αυτή τη βάση θέτει το τελευταίο ποσοστό των δημοσκοπήσεων, μέχρι την απαγόρευσή τους δύο εβδομάδες πριν από την κάλπη, ενώ μέχρι νεοτέρας, κορύφωση του ξεγυμνώματος και άρα κρίσιμο αναλυτικό στοιχείο θα αποτελεί το γνωστό άθλιο τηλεοπτικό επεισόδιο.
Αν, λοιπόν, πρώτον, μετά τις αρχικά, πιστεύω, ειλικρινείς συγγνώμες, που εκφράσθηκαν μάλλον από αυθόρμητη συναίσθηση, αλλά στη συνέχεια ανακλήθηκαν, μαζί τους και η βραχύβια ειλικρίνεια· αν, δεύτερον, μετά την ερασιτεχνική γυμναστική τηλεοπτικού πρωινάδικου στις θεωρίες περί της υποχρέωσης του δημοσιογράφου να καταγράφει το αληθινό· και αν, τρίτον, μετά τις υπεκφυγές με μετάθεση ευθυνών στο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, δυνάμει της εξ αυτού υποχρέωσης για τηλεοπτική συμμετοχή όλων στη βάση της ισοπολιτείας· αν, λοιπόν, μετά από όλα αυτά, καταγραφεί έστω και μια υποποσοστιαία μονάδα παραπάνω από το πιο πρόσφατο δημοσκοπικό εύρημα στο εν λόγω κόμμα, τότε αυτή η εξέλιξη θα βαρύνει εξ ολοκλήρου τον οικοδεσπότη του επεισοδίου δημοσιογράφο, ενώ τη θέση του θα επιβαρύνει η εξ αντικειμένου λευκότριχος εμφάνισή του, έναντι νεότερων και απειρότερων συνεργατών του της παραγωγής, που κινδυνεύουν να μετατραπούν σε εύκολα εξιλαστήρια θύματα. Αν όχι, θα δικαιούται τότε ίσως ένα κάποιο βραβείο, όχι όμως δημοσιογραφικό. Αυτό το δικαιούνται άλλοι από καιρό…
Διότι ο Τύπος έχει πράγματι υποχρέωση να καταγράφει την είδηση. Κανένας τύπος του Τύπου, όμως, δεν έχει δικαίωμα να τη δημιουργεί, ούτε καν από τύψεις επειδή απουσίαζε από εκεί όπου μπορούσε να την έχει καταγράψει· αντιθέτως, μάλιστα, οφείλει να ανθίσταται στον πειρασμό και να προλαμβάνει επ’ αυτού και τους νεότερους· εξ ου και διαχωρίζεται η είδηση από το αληθινό, διότι αυτό μπορεί να είναι απλώς κατασκευασμένο, οπότε, υπό μιαν έννοια, και πάλι είναι ως τέτοιο είδηση, αλλά η είδηση τότε βρίσκεται αλλού. Και συνυπολογίζεται πλέον σε μια τέτοια περίπτωση ότι, όχι μόνο το αληθινό κατασκευάζεται, αναμφισβήτητα προς ίδιον όφελος, πολλές φορές είτε άμεσα εξαργυρώσιμο είτε ως μεταχρονολογημένο πολιτικό τραπεζογραμμάτιο, αλλά και συνυπολογίζεται ότι μια τέτοια κατασκευή είναι πολύ, ασυγχώρητα εύκολη σε τέτοιους ύπουλους καιρούς και άλλο τόσο επικίνδυνη.