Το δημόσιο μίσος

Γκοτζίλλα

«Καμιά φορά σκέφτομαι ότι ίσως και μισούν αυτόν τον τόπο!» Το εκστόμισε κατά του Συ.Ριζ.Α. ο νυν πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας από το συνεδριακό βήμα του κόμματος την Κυριακή. «Μισούν», αυτό είναι το ρήμα που χρησιμοποίησε. «Μισούν»!

Είναι η πρώτη φορά που ακούγεται δημόσια αυτή η έννοια. Μπορεί να έχουν προηγηθεί πολλά –άρθρα, δήθεν εκτιμήσεις, εικασίες, φόβοι, πολλά· πονηρότατες διοχετεύσεις στον Τύπο και σε μεμονωμένους αναμεταδότες, ήδη από τις πρώτες μέρες του Μνημονίου: ιοί εμφυλιοπολεμικής ανησυχίας, απειλές ότι «εμείς δεν εγκαταλείπουμε την εξουσία, και προσέξτε γιατί θα γίνει μακελειό» –δηλωτικά αυτά όλα τους μιας δηλητηριώδους παλαιολιθικής νοοτροπίας, κι ενός θανατηφόρου εναγκαλισμού με το γκουβέρνο. Αλλά δημόσιες εκφράσεις μίσους ποτέ!

Την κατηγορία ότι «μισούν» δεν την εξαπέλυσαν δημόσια ούτε ο Παπάγος ή ο Βελουχιώτης, όταν η χώρα μαδούσε τα πέταλα του εναπομείναντος ανθού της, κατά τη διάρκεια πολύ αιματηρών επιχειρήσεων στον πραγματικό εμφύλιο –τον πραγματικό· το τονίζω αυτό! Δεν το άρθρωσαν εκείνοι, μάλλον διότι, αν μη τι άλλο, δεν τους το επέτρεπε η αναπόφευκτη υπόνοια συναίσθησης ότι κάποια στιγμή θα υπάρξει επόμενη μέρα· ότι μια χώρα θα πρέπει εκείνη την ημέρα να σταθεί στα πόδια της· και ότι για κάτι τέτοιο απαιτούνται αμφότερα τα σκέλη: και οι νικητές και οι ηττημένοι! Δεν την άρθρωσε ο Γεωργαλάς ή οι σημερινοί επίγονοί του!! Την κατηγορία ότι «μισούν» δεν την εξαπέλυσαν δημόσια ο ένας εναντίον του άλλου ούτε Βιετμίνχ και Βιετκόνγκ!!!

Εξάλλου, σε ποιανού τον υγιή ακουστικό λαβύρινθο μπορεί να αντηχήσει σήμερα με κάποιο σοβαρό περιεχόμενο η ρητορική του μίσους; Όποιος κι αν είναι αυτός, αν ακούει, θα πρέπει να είναι κανένας ανοϊκός και βασανιστικός για το περιβάλλον του μαθουσάλας, υπέργηρος νοικοκυραίος με αρρωστημένο μνημονικό, ένα σκωρόψυχο μορμολύκειο με πολύ νοσηρά βιώματα, ένα πεισματικό κρονόληρο στα τελευταία του χιλιοστά από το κατώφλι της συνάντησης με τον Άγιο Πέτρο, πλην άξιο αμέριστου σεβασμού, όχι όμως επειδή ούτε σήμερα δεν μπορεί να καταπιεί την έννοια της εθνικής συμφιλίωσης, αλλά διότι έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να καταπιεί τίποτε άλλο εκτός από μισή γιαούρτη –την οποία, και αυτήν, του την έχουν στερήσει οι εθνοσωτήρες. Οι υπόλοιποι, αναρχοκομμουνιστές, αναρχοφασίστες, και όλοι οι ενδιάμεσοι τους όλων των ηλικιών, και κυρίως οι πιο νέοι, χόρευαν μαζί μέχρι χθες τα καλοκαίρια στο super paradise του Μαλέλη, στο Αγκίστρι ή στα Κύθηρα, ενώ σήμερα απλώς βράζουν εξ ανάγκης ένα πακέτο μακαρόνια στα οκτώ, ακούγοντας πάντα όμως με την ίδια ευκολία πια αντάρτικα, Michael Jackson, Πλούταρχο ή Σφακιανάκη, γελώντας ο ένας με τον άλλον, και αναπολώντας ή σκαρώνοντας περιπτύξεις με ουζάκια στην πανσέληνο.

Ποιοι, λοιπόν, είναι αυτοί που ακόμα βασανίζονται μες το άδειο τους κεφάλι με το «μίσος», και μάλιστα από βήματος Νέας Δημοκρατίας, παρακαλώ; Ουδείς άλλος, παρά οι ίδιοι για τους οποίους το ίδιο αυτό κόμμα είχε εκδώσει, όχι δα και τόσο παλιά, αυστηρότατη ανακοίνωση ότι «πρέπει να σταματήσουν επιτέλους να κάνουν τους υπερπατριώτες και να θεωρούν όλους τους Έλληνες…» –ας πάει το παλιάμπελο, ας παραλείψω τα ονόματα, ας το αφήσω στα αποσιωπητικά το εδάφιο, και ας μην το συνεχίσω, για να μην αναπαραγάγω το ανόητο αυτό βιτριόλι που εξακοντίζεται στο πρόσωπο ενός χειμαζόμενου λαού.

Και τι πανικός…

Πολύ ορθά για λογαριασμό του Συ.Ριζ.Α. ανέλαβε να απαντήσει ο Μανώλης Γλέζος, με αξιοθαύμαστη νηφαλιότητα σε τούτο το αποπάτημα που δόνησε από τη Θεσσαλονίκη όλη την Ελλάδα –βοθρόλυμμα το οποίο ακούγοντας το, φαντάζομαι ότι θα αισθάνθηκαν πολύ, μα πολύ άβολα ως και οι επίγονοι του Γεωργαλά που μόλις την προηγουμένη μέρα ζητούσαν με πύρινα άρθρα ανερμάτιστου λήρου να μην ξαναψηφίσουν Συ.Ριζ.Α. όσοι τον ψήφισαν. Mέχρι και αυτοί, λοιπόν, οι δήμιοι της δημοσιογραφίας –δεδομένου ότι ακόμα και στους πιο αχρείους υπάρχει αρετή, όπως επισημαίνει κάπου ο ποιητής, σαν λυτρωτικό βάλσαμο της αδικίας.

Εύκολα θα μπορούσε, άλλωστε, να παρατηρήσει κανείς την αμηχανία τους, των εξωνημένων αυτών γκεμπελίσκων· το σάστισμα από την αποφορά· και την αίσθηση ότι αυτή τη φορά εκτεθήκαμε πολύ άγρια με αυτόν τον ολιγοφρενή, και πώς άραγε μαζεύεται τώρα το βρωμερό κουνάβι που ξέφυγε από την οδοντοστοιχία του –εύκολα θα μπορούσε να τα παρατηρήσει καποιος από τους ρυθμούς με τους οποίους ανέβαινε και κατέβαινε, κρυβόταν σε άλλα άρθρα ή χαντακωνόταν στο μαύρο σκοτάδι η όζουσα αυτή είδηση από τα καθεστωτικά ηλεκτρονικά Μέσα, τα οποία φυσικά όλες τις άλλες φορές τους τρέχουν τα σάλια, όταν είναι να αναδείξουν τι είπε το Μαξίμου και πώς κατατρόπωσε τον αντίπαλο…

Παρ’ όλα αυτά, η λέξη «μίσος» ακούστηκε· και κυκλοφόρησε. Πώς θα μπορούσε να εξαφανισθεί ένα τέτοιο τέρας από προσώπου γης;

Ειδοποιώ το Μαξίμου, και τους φωστήρες της καμαρίλας που ανατράφηκαν με φτηνές παραγωγές του Γκοτζίλα σε θερινά σινεμά από καιρό μετασκευασμένα σε πάρκινγκ, ότι υπάρχει χρόνος για να ανασκευασθούν τα ρηθέντα –διότι για τη γελοιοποίηση ισχύει καμιά φορά το αντίστροφο από εκείνο που ισχύει για την πλάνη… Μια ανασκευή ναι μεν θα τους ξαναγελοιοποιήσει καθαυτήν, αλλά θα αποβεί ως νέα αυτογελοιοποίηση ευεργετικότερη από την προηγούμενη –για όλους.

Διαφορετικά, θα μείνουν με το μίσος παρέα μόνοι τους. Τρεις, ο κούκος και το μίσος… Τότε, η μόνη θύελλα που θα τους μένει να θερίσουν από εκείνο που επιχειρούν να σπείρουν, θα είναι από ένα φτηνό, θορυβώδη ανεμιστήρα σε ένα πολύ στενό και υγρό δωμάτιο, ενώ η τρικυμία που θα προκαλείται εκεί από την ανάκλαση του αέρα στους τέσσερις τοίχους δεν θα φτάνει ούτε μέχρι το φεγγίτη, και θα φουσκώνει, όπως πάντα, μόνο μέσα στο κρανίο τους.