Η έξοδος από την κρίση

Έχω ακούσει διάφορες εκδοχές για τα αίτια που προκάλεσαν την κρίση. Ερμηνείες για το σε τι συνίσταται. Προτάσεις για το πώς θα εξέλθουμε από αυτήν –συμπεριλαμβανομένων εκείνων της Τρόικας και της κυβέρνησης, αν υπάρχουν διαφορές μεταξύ τους, που δεν υπάρχουν εδώ που τα λέμε. Με τα ψήγματα σοβαρότητάς της η καθεμιά ή όχι, με την καταστροφή που ήδη επέφεραν και συνεπάγονται περαιτέρω ή όχι, τις εκλαμβάνω ως δεδομένες, τις βάζω απέναντι, τις σταθμίζω, κι αισθάνομαι την υποχρέωση να πω ότι:

Δεν έχουμε καμία απολύτως πιθανότητα να δούμε κάποτε άσπρη μέρα, ως λαός και ως χώρα, όσο θα ισχύει η ίδια παραγωγική ταυτότητα, που ίσχυε και πριν από την κρίση.

Την παραγωγική μας ταυτότητα τη συνθέτουν πολλά πράγματα. Οι εργασιακές σχέσεις, λέει ο Τόμσεν. Η κρατική δυσκινησία, λέει ο Ράιχενμπαχ. Ο αυτοδιοικητικός αναχρονισμός, λέει ο Φούχτελ. Ένας ατελείωτος κατάλογος μπορεί να συμπληρωθεί με ποικίλα τέτοια, που εκστομίζουν ξένοι και ντόποι.

Όταν, όμως, κάνω λόγο εδώ για παραγωγική ταυτότητα, προχωρώ πέρα από αυτά –είτε είναι βάσιμα και αντιμετωπισθούν, είτε είναι αβάσιμα και ανασκευασθούν. Όταν λέω παραγωγική ταυτότητα, εννοώ ακόμη και τα φυσικά πρόσωπα που εν πολλοίς αποτελούν δεκαετίες τώρα το μείζον ελληνικό επιχειρείν, μαζί με τα νήματα που τα συνδέουν με τα πολιτικά ενεργούμενα.

Αυτά τα φυσικά πρόσωπα, μπορεί σαν άνθρωποι να είναι ό,τι θέλει· πάντως, σαν επιχειρηματίες, και αυτό έχει τώρα σημασία, είναι της συμφοράς. Εξ ου και η εξάρτηση της επιχειρηματικής τους υπόστασης, μαζί και των επιχειρηματικών τους επιδόσεων, από τη φαύλη συνεργασία με την πολιτική τάξη: άλλωστε, αυτή τους δημιούργησε, ανέδειξε, συντήρησε, διέσωσε όποτε χρειάσθηκε, γιγάντωσε, υπηρετεί, προστατεύει και τώρα υπερασπίζεται -αγκαλίτσα.

Θα μου πείτε ότι αυτό γίνεται παντού, σε όλο τον κόσμο. Αντιτείνω ότι παντού όπου γίνεται, η κράση του επιχειρείν κρίνεται εν τέλει στο στίβο του διεθνούς ανταγωνισμού. Η δική μας σχετική κατάταξη, όπως είναι παγκοσμίως γνωστό, αναζητείται από πάσης απόψεως στα τάρταρα και μάλιστα με ακόμη αρνητικότερες προγνώσεις στο συρτάρι.

Το ελληνικό τραπεζικό, βιομηχανικό, μεταπρατικό κ.τ.λ. κεφάλαιο, όσο μεγάλο και αν είναι για το μπόι μας, δεν έχει, ωστόσο, τη δύναμη–ούτε ομαδόν, πόσο μάλλον κατά μόνας– να σηκώσει τη χώρα από την κινούμενη άμμο, όπου αυτή έχει καταπέσει. Κατέχει μόνο την ικανότητα να μετέρχεται κάποιους παλαιομοδίτικους, ταχυδακτυλουργικούς ελιγμούς προστατευτικού τύπου για την προσωρινή του επιβίωση απέναντι στο ξένο, που θα επελάσει ραγδαία εις αντικατάστασιν. Η τακτική του αυτή της προσωρινής επιβίωσης δεν προέκυψε τώρα ξαφνικά ως αποτέλεσμα υπολογισμένων κινήσεων, χάρη σε μια δήθεν συνειδητοποίηση της πραγματικότητας. Υπήρξε πάγια στρατηγική του από τα γεννοφάσκια του, γι αυτό και βρέθηκε αφύλακτο στην κρίση –ως κατεξοχήν κοντόθωρο.

Για να το στέρξει η πολιτική τάξη, τιμώντας το συμβόλαιο της μαζί του, πουλάει και χαλάει όλα τα υπόλοιπα, ανάλγητα και αδιακρίτως. Έχει γι αυτόν το λόγο εγκαταλείψει προ καιρού ακόμη και τα πλέον παραδοσιακά εκλογικά της ερείσματα· ως μόνη άμυνα κεφαλαιοποιεί δημοκοπικά στην ιδεοληψία, με άφθονη καταστολή· προδίδει και προσπερνά μέσα στην ασφυξία της πρόσφατους φίλους, νεόκοπους μικρομεγαλοεπιχειρηματίες, ως ανήμπορη, πλην κυνική ενώπιον του μαχητού τους αναστήματος κ.τ.λ. κ.τ.λ. Όλα τούτα διότι ελπίζει σε μια δόση-ταμπού, μήπως και μεταγγίσει ένα μικρό κλάσμα της με τρόπον ώστε να κρατήσει ζωντανή τη σχέση της μαζί του. Και εύχεται ως όνειρο χειμερινής νυκτός να διοχετευθεί της δόσης η υποδιαστολή με τα δεκαδικά της, ως ρευστό προς τα κάτω στη συνέχεια. Δεν διδάσκεται, βέβαια, από το όχι και τόσο απώτερο παρελθόν, με το μητρώο που το εν λόγω εγχώριο κεφάλαιο έχει να επιδείξει προς την πατρίδα σε ανάλογες περιπτώσεις. Ή μάλλον διδάσκεται από αυτό, κατά το ότι βγάζει τώρα κι εκείνη στο εξωτερικό ό,τι χρήματα μπορεί να βάλει στο χέρι ο καθένας από τα μέλη της, όπως-όπως.

Αλλά το υπερασπίζεται σθεναρά και γιατί είναι ανίκανη να πράξει οτιδήποτε άλλο. Ενώ την ίδια ώρα παρουσιάζει την εφόρμηση του ξένου κεφαλαίου περίπου ως νομοτέλεια –καλή ή κακή. Η ηθική μας εξέλιξη, ως λαού, είναι καλά προετοιμασμένη γι αυτή την παραδοχή, ήδη από την εποχή που η ένταξη στην Ενωμένη Ευρώπη ατενίζονταν και βιώνονταν σαν εσπερινό αφήγημα μικροαστικών πόθων. Πολιτικώς, για λαϊκή κατανάλωση δηλαδή, αυτή η νομοτέλεια προβάλλεται τώρα ως οιωνεί σωσίβιος φεντεραλισμός και συναρτάται με την πιθανότητα να κρατηθεί στα πόδια της ενωμένη η Ευρώπη, έστω με τη Γερμανία ως ηγέτιδα δύναμη –τουτέστιν υβρίδιο φεντεραλισμού ως κίβδηλο επίχρισμα σε ένα πικρό και δηλητηριώδες χάπι. Και στην πράξη τι απαντούμε εμείς με τη σειρά μας; Απαντούμε: Μέσα να είμαστε και βλέπουμε…

Ποιες, όμως, θα είναι εκεί μέσα οι αντιστάσεις μας; Το πνεύμα και γράμμα του ευρωπαϊκού νόμου ή η καλή διάθεση λιμοκοντόρων ευρωκρατών, τευτονικών αξιωματούχων κ.α., σε ένα νηστήσιμο δείπνο με κόλυβα από τα λείψανα του ευρωπαϊκού ιδεώδους; Ή μήπως μας παραπείθει ακόμη ένα κάποιο θυμόσοφο «έχει ο καιρός γυρίσματα»; Ο καιρός έχει, έχει… Αλλά πώς; Μόνος του;

Η σημερινή εμπειρία μας λέει ότι οι αντιστάσεις μας εκεί μέσα θα είναι αναιμικές, αμελητέες, αν θα έχουν κάποια τύχη να καταγραφούν. Εκτός βέβαια, λέω εγώ, αν αλλάξει αυτό που απεκάλεσα «παραγωγική μας ταυτότητα». Για να έχουμε, ρε αδερφέ, κάτι δικό μας να προτάξουμε και να υπερασπισθούμε· και αυτό το κάτι να μας αφορά όλους, όχι μοναχά κάποιους από τους άθικτους ενός ξεδιάντροπου ξεπουλήματος. Μόνο σε μια τέτοια περίπτωση θα μπορούμε (και θα δικαιούμαστε) να μιλάμε για αντιστάσεις. Και τότε ίσως-ίσως να είναι και αξιόμαχες, παρακαλώ.

Η αλλαγή της παραγωγικής ταυτότητας είναι ικανή να βγάλει τη χώρα από τη σημερινή κατάσταση. Φρονώ, η μόνη ικανή. Είναι θέμα προσώπων; Ναι, είναι και θέμα προσώπων, ως θεατρική παράσταση· για τον τρόπο που διασυνδέονται, διαπλέκονται, ενεργούν, για τα μυωπικά συμφέροντα που προασπίζονται. Εκείνο που προέχει πάντως είναι ότι η οικονομία πρέπει να αλλάξει χέρια, σε ονόματα και αριθμό, ή μάλλον σε πλήθος. Έχει ξαναγίνει, αν θυμάστε, όταν μιλούσαμε κάποτε για «νέα τζάκια» –και μη βιαστείτε ορισμένοι να δαιμονοποιήσετε καταστάσεις, διότι το αναφέρω τούτο εδώ μόνο και μόνο για να σας θυμίσω ότι είναι εφικτό, επειδή ακούω ήδη να φθάνει στα αυτιά μου η λοιδορία κάποιων κατά εμού του… έωλου νοσταλγού κι αιθεροβάμονα.

Η Οικονομία πρέπει να ανοίξει. Παντού και προς όλους! Πέραν της μπανανίας των αμιγώς πολυεθνικών, είναι σήμερα ακόμη μια Οικονομία φαύλων εγχώριων μονοπωλίων και ολιγοπωλίων. Το βλέπουν αυτό τα αντίστοιχα, αλλά παρασάγκας ισχυρότερα, ξένα και πράττουν αναλόγως –όταν δεν προσαρμόζουν την πρακτική τους, καταγγέλουν τα κακώς κείμενα και επιβάλλουν μέτρα δια των εντολοδόχων τους. «Για το καλό μας», λένε όσοι θεώρησαν (και όσοι εν τοις πράγμασι θεωρούν) το Μνημόνιο… ευλογία –για το δικό τους καλό κυρίως, λέω εγώ, σε κάθε περίπτωση. Και τώρα; Τώρα, λοιπόν, έφθασε η ώρα τα ξένα να καταπιούν επί τη ευκαιρία από τα εγχώρια, όσα απέμειναν, γιατί δεν θα τα γλυτώσει, όπως αντιλαμβάνεσθε, η αχυρένια ασπίδα με τα τρία χρώματα –η κυβέρνηση, ντε!.. Κι από εμάς τι θα απομείνει μετά; Όλοι σε μια Deutsche Telekom, μικρή ή μεγάλη, μικροί και μεγάλοι;

Το άνοιγμα της Οικονομίας μέσα από ένα πολιτικό προσκλητήριο προς τον κόσμο, ώστε να απηχεί αυτό τη νέα παραγωγική ταυτότητα, είναι πλέον υπόθεση εθνικής επιβίωσης. Δεν είναι μια συζήτηση της πολυθρόνας περί συστημικών δυσκολιών και ουτοπίας. Και τούτο είτε πρόκειται να είμαστε μέσα, είτε έξω από το Ευρώ, στοχευμένα ή εκ των πραγμάτων. Είναι και το μόνο, αυτό το άνοιγμα, που μπορεί να συνθέσει, να προβάλλει και να εμφυσήσει πειστικά, οραματικά κι εμψυχωτικά χαρακτηριστικά, χωρίς τα οποία δεν υπάρχει καμιά απολύτως προοπτική ανάταξης. Το άνοιγμα θα έχει επιτελεσθεί, όταν θα μπορούμε πια να δούμε με τα μάτια μας μια νέα παραγωγική ταυτότητα να παίρνει όντως σάρκα και οστά στον τόπο μας και να μας συμπεριλαμβάνει. Όλους! Κανείς δεν είπε ότι θα είναι κάτι εύκολο, αλλά γίνεται.

Από μιαν άλλη οπτική γωνία, ίσως δε η πολιτική λύση που ευαγγελίζεται και θα ανοίξει με αυτό το πνεύμα την Οικονομία να αποδειχθεί τελικά κάτι πολύ ευκολότερο από όσο φαίνεται αυτή την ώρα. Ίσως αναπόδραστα. Γιατί πολύ απλά, σε σύντομο χρονικό διάστημα, η ίδια η κρίση θα αναδείξει με αφοπλιστική σαφήνεια το νυν αφανές και κατακερματισμένο ιστορικό υποκείμενο αυτής της επιταγής: δεν θα είναι άλλο, παρά και πάλι, απλώς, οι μη προνομιούχοι.