Ο Πέτρος και ο Λύκος Remix
Μια κι εκπνέει ο Μάιος ας κλείσουμε κι εμείς το μήνα αποτίοντας φόρο τιμής σ’ ένα μεγάλο μουσουργό, τον Σεργκέι Προκόφιεφ, το έργο, «ο Πέτρος και ο Λύκος», του οποίου είχε την παρθενική του εκτέλεση τέτοιες μέρες πριν από εβδομήντα έξη χρόνια –έτσι θα πρωτοτυπήσουμε έναντι όλων εκείνων που προτιμούν να εορτάζουν όπως οι πολλοί τα πολλαπλάσια του εικοσιπέντε.
Μια φορά κι ένα καιρό, που λέτε, ήταν δύο βιβλία που λόγω μιας τυχαίας καθημερινής μετακόμισης βρέθηκαν στριμωγμένα το ένα δίπλα στο άλλο στο ράφι μιας μικρής βιβλιοθήκης. Και τα δύο είχαν πολύ ωραίο εξώφυλλο, ιλλουστρασιόν πολύ λαμιναρισμένο· μια παχειά επίστρωση τα έκανε να λάμπουν και μπορούσε κανείς να τη νιώσει ακόμη και με την αφή, μόνο με το άγγιγμα. Έτσι, μια μέρα που έκανε πάρα, πάρα πολλή ζέστη οι δύο επιστρώσεις κόλλησαν μεταξύ τους. Τόσο δυνατά που όποιος θα απεπειράτο να τα χωρίσει θα κατέστρεφε και τα δύο, και θάταν αμαρτία γιατί ήταν πραγματικά πολύ ωραία εξώφυλλα. Καλύτερα κολλημένα, λοιπόν, παρά ξεσκισμένα από το χωρισμό. Το ένα βιβλίο ήταν «ο Πέτρος και ο Λύκος» και το άλλο ήταν «η Κοκκινοσκουφίτσα».
Με τον καιρό, αφού κανείς δεν τα πείραζε και δεν χάλαγε το κόλλημά τους, άρχισαν σιγά-σιγά να γίνονται ένα και στο περιεχόμενο· άρχισαν οι δύο ιστορίες τους να μπλέκονται μεταξύ τους.
Ο Πέτρος που είχε πια μεγαλώσει, είχε φύγει από το σπίτι του μπαμπά του. Θυμόταν την ιστορία με το λύκο κι ακόμη θυμόταν ότι ο μπαμπάς του του είχε πει να προσέχει γιατί ο λύκος κυκλοφορούσε στο δάσος, ενώ, όπως, αποδείχθηκε ο λύκος είχε έρθει στο σπίτι του, την ώρα που σαν καλό παιδί είχε πειθήνια κάτσει μέσα. Σαν επινοητικό και θαρραλέο παλληκάρι που ήταν, αντρειωμένο πια ήθελε να βρει εκείνο το καινούργιο μονοπάτι που έψαχνε από μικρός μέσα στο δάσος. Και ξεκίνησε. Στην περιπέτειά του, από πίσω του ήταν η πάπια, το πουλί και η γάτα του που είχαν στο μεταξύ κάνει παπάκια, πουλάκια και γατάκια και καθώς προχωρούσε βαθύτερα μέσα στο δάσος, σιγά σιγά προσθέτονταν στην ακολουθία του κότες, αλεπούδες, κοράκια, κάθε λογής ζώα που ήθελαν κι αυτά να πάρουν το καινούργιο μονοπάτι, για να βρουν νέα τροφή και γνωριμίες με άλλα ζώα, άγνωστα κι εξωτικά. Ο Πέτρος κοίταζε μπροστά και απολάμβανε τη θέα, τις μυρωδιές, τους ήχους και δεν τον ενοχλούσε η πολύχρωμη ακολουθία του· ίσα-ίσα τον κολάκευε κιόλας.
Μέσα στο δάσος ήταν η Κοκκινοσκουφίτσα και μάζευε ανθάκια και βατόμουρα. Ήταν πολύ όμορφη από μικρή. Όταν την συνάντησε ο Πέτρος τάχασε. Είδε που φορούσε κι ένα πάρα πολύ ωραίο κόκκινο σκουφί, μια πολύ ωραία κόκκινη κάπα και ένα ζευγάρι ωραία κόκκινα αρβυλάκια που της είχε χαρίσει η γιαγιά της και δεν πάληωναν ποτέ και αυτά του έκλεψαν την καρδιά. Η Κοκκινοσκουφίτσα πρόσεξε που ο Πέτρος ήταν ένα ωραίο κι έξυπνο παλληκάρι και σκέφθηκε ότι μέχρι και παιδάκια θα μπορούσε να κάνει μαζί του. Γιατί δηλαδή να κάνουν παιδάκια μόνο τα παπάκια, τα πουλάκια και τα γατάκια; Κι ο Πέτρος από όλη την κουστωδία που τον είχε πάρει στο κατόπι γιατί να μην έχει πλάι του την πανέμορφη Κοκκινοσκουφίτσα, που ξεχώριζε ανάμεσα σε όλα τα πλάσματα του δάσους; Συνέχισαν, λοιπόν, στο νέο μονοπάτι μαζί.
Λίγο μετά το μεσημέρι κάθησαν να φάνε και να ξαποστάσουν, όταν μπροστά τους εμφανίστηκε ο λύκος –ήταν κι αυτουνού η ώρα για το μεσημεριανό. Το τι επικράτησε δεν το βάζει ο νούς του ανθρώπου: πανζουρλιζμός και πανδαιμόνιο. Παπιά, γατιά, πουλιά, κότες άρχισαν να κραυγάζουν, να κράζουν, να φωνάζουν, να ουρλιάζουν και όλα μαζί να τρέχουν πότε από εδώ, πότε από κει και τελικά πίσω προς την έξοδο του δάσους από το μονοπάτι που είχε ανοίξει ο Πέτρος, για να γλυτώσουν από το λύκο. Ο λύκος τα έστρωσε στο κυνήγι, γιατί ο λύκος δεν τρώει τα έτοιμα, αλλά τα κυνηγημένα.
Έτσι ο Πέτρος έμεινε με την Κοκκινοσκουφίτσα και τα παιδάκια τους μονάχος μέσα στο δάσος. Κάπως θλιμμένος σκέφθηκε ότι θα του λείψουν οι φωνές τους, όλων εκείνων που τον είχαν ακολουθήσει, αλλά κι αυτό το πανδαιμόνιο; «Αν είναι νάχουμε τις φωνές τους για νάχουμε πανδαιμόνιο, καλύτερα με την Κοκκινοσκουφίτσα, που ξέρει και το δάσος πιο καλά από όλους», σκέφθηκε. «Όσο για το λύκο, αυτός τώρα πια θα χόρτασε, γιατί, σίγουρα, τα πιο πολλά από τα ζώα που λάκισαν τρομαγμένα θα τάχει ήδη φάει».
Η Κοκκινοσκουφίτσα προσπάθησε να του γλυκάνει τη στεναχώρια. Έβγαλε από το καλαθάκι της μερικά βατόμουρα που είχε μαζέψει, γνωρίζοντας ότι ήταν σκέτο βάλσαμο και του τα πρόσφερε. Ύστερα κίνησαν κι οι δυό για την καλύβα της γιαγιάς που ήταν ακόμη πιο βαθειά μέσα στο δάσος, εκεί όπου ο λύκος δεν πηγαίνει πια γιατί δεν ξεχνάει τι έγινε εκεί πριν μπλέξουν οι δύο ιστορίες. Από εκεί περνούν όλα τα νέα μονοπάτια που βγάζουν έξω από το δάσος, τα μονοπάτια που τα ξέρει τώρα πια όλα, ένα προς ένα η Κοκκινοσκουφίτσα.
Εκεί, λοιπόν, έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Μακάρι να έγραφα καλά. Σαν τους Αδελφούς Γκριμ ή σαν τον Σαρλ Περώ, για να την πλάσω όμορφα και να την κάνω μια ωραία ιστορία, αλλά… Εξάλλου αυτοί έγραφαν παραμύθια. Πάντως όσοι έχετε παιδιά, έχετε και το ελεύθερο να τους διηγηθείτε αυτή την ιστορία. Κάτι θα μάθουν.