Ο πραγματικός κυπελλούχος Ελλάδας
by Sotos
Πόσο απερίσκεπτα τα βάζουμε με τον κόσμο… Πόσο άδικα τον καθίζουμε στο σκαμνί… Πόσο αλαζονικά εξαπολύουμε κατηγορίες σε βάρος του… Και βγάζουμε κρίση, δικαστές εμείς μεγάλοι, σπουδαίοι και άτεγκτοι… Ρίχνουμε τον πέλεκυ της αλαζονείας και της εγωπάθειάς μας, και πέφτει αυτός επάνω του.
Δεν έχει και πολύ μεγάλη σημασία ως προς τούτο η πλευρά του κατηγόρου. Από τη μια «μαζί τα φάγαμε», από την άλλη «τι ηττοπάθεια, τι μαζοχισμός!..» Κάπως έτσι έμαθε σύσσωμη η οικουμένη ότι είμαστε τεμπέληδες και απατεώνες, αλεπούδες πονηρές και κοκκόροι· κάπως έτσι στη συνέχεια ότι είμαστε κότες, σιωπηλοί και απαθείς. Και πολλά ακόμα έπονται.
Χθες όμως ο κόσμος πήρε το κύπελλο Ελλάδας. Δεν το πήρε, βέβαια, ο Ολυμπιακός, η ομάδα μου. Ούτε, φυσικά, ο Αστέρας, μόλο που είχε κατέβει στο γήπεδο για να το πάρει. Το πήρε ο κόσμος. Ο κόσμος! Το θέσπισε, και το απένειμε δικαίως στον εαυτό του. Και μετά ο ίδιος το σήκωσε ψηλά.
Διότι χθες, μάλλον για πρώτη φορά στην ιστορία του ποδοσφαίρου παγκοσμίως, η απονομή έγινε με άδειες κερκίδες. Δεν το μάθαμε από τα παιδιά που περιέγραφαν τον αγώνα· το μάθαμε από τον τηλεσκηνοθέτη και τους εικονολήπτες, που άλλοτε προσπαθούσαν να κρύψουν την ξεφτίλα, κι άλλοτε πάλευαν με αγωνία, μπας και βρούν κανά σημείο με θεατές, για να μας δείξουν. Μάταια όμως. Μεταδόθηκε, λοιπόν, η τελετή γκρο πλαν. Ο κόσμος είχε φύγει.
Πού είχε πάει; Στον Πειραιά; Για να πανηγυρίσει; Όχι. Γεμάτος απογοήτευση, και κουνώντας αηδιασμένος το κεφάλι, ο κόσμος πήγε στο σπίτι του.
Οι δρόμοι του Πειραιά ήταν άδειοι. Θα πρέπει να είναι και τούτο μια πρωτιά παγκόσμια στην ιστορία του ποδοσφαίρου: άδειοι, έρημοι οι δρόμοι, οι δρόμοι μιας πόλης που… πήρε η ομάδα της το κύπελλο… Ούτε ψυχή. Πόλη φάντασμα.
Ούτε αυτό το διάβασα. Δεν χρειάστηκε· είμαι Πειραιώτης· ζω στον Πειραιά και το είδα με τα μάτια μου. Όσα χρόνια ζω, και δεν είναι λίγα, κάτω από το μπαλκόνι του σπιτιού μου έστηναν μικροπωλητές αμέτρητοι τους πάγκους τους. Με σημαίες, καπέλα, κασκόλ, ροκάνες, σουβλάκια, λουκάνικα… Πέρναγε ο κόσμος από μπροστά επιστρέφοντας από το γήπεδο σαν κόκκινο ποτάμι ξεχειλισμένο στη λεωφόρο. Μηχανάκια, αυτοκίνητα, πεζοί, παρέες, άλλοι ανεβασμένοι στις οροφές των αυτοκινήτων, κι άλλοι ανεβασμένοι ο ένας πάνω στον άλλον. Κι όσο πέρναγε η ώρα, τόσο πύκνωνε ο κόσμος. Φασαρία, κακό, χαμός. Κόρνες, ιαχές, συνθήματα, τραγούδια, ανάστα ο Κύριος. Τελικά, πατείς με-πατώ σε, άναβε το Πασσαλιμάνι και όλοι οι γύρω δρόμοι σε απόσταση κι εγώ δεν ξέρω πόσων οικοδομικών τετραγώνων, άναβε κι ο ουρανός από τα βεγγαλικά, και γινόταν όλη η πόλη κόκκινη, άναβαν και οι ψυχές των ανθρώπων. Κοπάδια οι γαύροι αγκαλιαζόμασταν και χορεύαμε σαν τους ζερζεβούληδες του Λιάπκιν.
Χθες το βράδυ, ησυχία. Άκρα του τάφου σιγή. Σκοτάδι. Έρημη πόλη, έρημη γη, έρημη χώρα.
Ένα σκοτάδι όμως γεμάτο φως. Μια άλλη νύχτα, εκτυφλωτική. Και μια άλλη μέρα που ξημέρωσε σήμερα το πρωί. Μια μέρα καλύτερη. Γεμάτη ελπίδα και δύναμη, για όλη την Ελλάδα… Διότι –κι ας λένε– να μην ξεχνάμε ότι, μετά από ένα τέτοιο κύπελλο, μας απομένει το πρωτάθλημα…