Η ίδια ιστορία
by Sotos
Ψάχνοντας μια μέρα για μια θέση πάρκιν σε μια μεγάλη Ευρωπαϊκή πόλη, έτριβα τα χέρια μου όταν είδα ότι χωρούσα, αφενός αν εκμεταλλευόμουν το κενό που άφηνε από την δική του διαγράμμιση ένα ήδη παρκαρισμένο, αφετέρου καταπατώντας λίγο την επόμενη θέση, που προοριζόταν για ανάπηρους και ήταν τελείως κενή –αν έβαζα το δικό μου προσεκτικά, θα περίσσευε τελικά από την όλη διάταξη άνετος χώρος ακόμα και για ένα μεγάλο αυτοκίνητο, αρκετός για να μην δυσκολευθεί καθόλου ο μπροστινός που θα την είχε πολύ πιο μεγάλη ανάγκη. Λαχείο, σκέφθηκα! Και παρκάρισα.
Ανοίγοντας την πόρτα για να βγω, παρατήρησα ότι δεν κυκλοφορούσε ψυχή στο τετράγωνο, εκτός από ένα ανθρώπινο ράκος που έβγαζε μάτι για πρεζόνι από μακριά. Ερχόταν προς το μέρος μου, και μέχρι να κλειδώσω με είχε ήδη πλησιάσει. Τον άκουσα να μου μιλάει στα Γερμανικά, ενώ από το σπασμένο χρώμα της φωνής και το όλο αργόσυρτο στυλ κατάλαβα ότι μου έλεγε κάτι σαν το γωστό εκείνο «φιλαράκο, μήπως σου βρίσκεται κανα ψιλό να πάρω κάτι να φάω;».
Για να τον αποφύγω, του είπα στα Αγγλικά ότι δεν γνωρίζω τη γλώσσα του, και φουριόζος-φουριόζος όπως ήμουν, του γύρισα άκαρδα την πλάτη. Φεύγοντας, τον άκουσα να μου λέει, αυτή τη φορά στα Αγγλικά: «Πάντως, εδώ που έχεις παρκάρει, να ξέρεις, απαγορεύεται»· κι έπαψα από κει και πέρα να υπάρχω γι αυτόν· σε ό,τι τον αφορούσε δεν ήμουν πια τίποτε περισσότερο από μια αχνή φήμη, που λέει και ο ποιητής.
Αυτά τα ολίγα για τα μυαλά που κουβαλάει η Τρόικα… Όποιος έχει λίγο ζήσει εκεί ή έχει συναναστραφεί, έχει και μιαν ανάλογη ιστορία να διηγηθεί· μια τουλάχιστον.
Να ξέρετε, τα γράφω τούτα με άλγος ψυχής, διότι δεν μ’ αρέσει να παίζω με τον πόνο του άλλου, όπως παίζουν εδώ και καιρό με τον πόνο των στοχοποιημένων υπαλλήλων του Δημοσίου εκείνοι που υποτίθεται ότι ξέρανε από αυτά τα πράγματα, ωστόσο, αφού έβαλαν με καμάρι φαρδιές πλατειές τις τζίφρες τους, τσαμπουνάνε τώρα διάφορα τρελλά, και ανασύρουν πάλι –κάθε τρεις και λίγο τα ίδια!– χωρίς ντροπή από το συρτάρι το χιλιοπαιγμένο σενάριο ότι σκάλωσε, λέει, το πράγμα, μας πιέζει ασφυκτικά η κακιά και ανάλγητη Τρόικα που δεν καταλαβαίνει, αλλά εμείς βράχος, λέει, γρανίτης και να μην ανησυχείτε, διότι θα τα βρούμε, λέει, και θα τους παραμυθιάσουμε, και θα τους πείσουμε, και στην στραβή, λέει, θα καθαρίσει στο κάτω-κάτω ο… «έτσι», που έχει γίνει φίλος με την Μέρκελ και έχει αποκαταστήσει, λέει, την αξιοπιστία μας, ο… «αλλιώς» που θα δει τον Μορς και τον Μαζούχ και θα τους τρομάξει, λέει, με τον επιβλητικό όγκο του –δεύτερη φορά ίδιο ρεζίλι, αν θυμάμαι καλά– και ο… «αλλιώτικος» της… «υπεύθυνης Αριστεράς» που αξιώνει, λέει, από την Τρόικα να καταλάβει ότι…
Ότι τι, δηλαδή; Τι να καταλάβει; Λαμόγια, ε λαμόγια! Τι άλλο να καταλάβει από το ότι τόσα χρόνια τα έχετε κάνει σαν την μούρη σας; Και σαν να μην έφθανε αυτό, πουλάτε και μούρη από πάνω! Παληάνθρωποι!
[…] by Σώτος Χρυσαφόπουλος […]
ναι εμείς πάντα με την μαγκιά μας πάμε και με την ουρά στα σκέλια γυρνάμε.
Κάνει και ρίμα! Κι εχει αξία ο,τι κάνει ομοιοκαταληξία…
Reblogged this on ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ.
Τα μυαλά της Τρόϊκα είναι απλά: Συμφωνούμε κάτι, το τηρώ και το τηρείς. Ο νόμος λέει μέχρι εκεί, είναι μέχρι εκεί και όχι σπιθαμή παραπέρα. Ξεκάθαρα και απλά πράγματα.
Και για να διηγηθώ μία αντίστοιχη ιστορία, μία φορά πριν από πολλά πολλά χρόνια, βρέθηκα πεζός σε μία διασταύρωση ενός δρομίσκου στη Βιέννη, που είχε όμως φανάρι. Ο δρομίσκος ήταν δρομίσκος με όλη τη σημασία της λέξης. Μετά βίας χώραγε ένα αυτοκίνητο σε πλάτος και εκέινη τη στιγμή δεν υπήρχε κανένα αυτοκίνητο στον ορίζοντα. Το φανάρι όμως ήταν εκεί και αναμμένο κόκκινο για τους πεζούς. Οπότε εγώ, περπατώντας φουριόζος και σκεπτόμενος τι γελοίο που είναι να περιμένω πεζός στο φανάρι αυτού του δρομίσκου όταν αυτοκίνητο δεν φαινόταν από πουθενά, επιχείρησα να διαβώ τα διάβαση, χωρίς να σταματήσω ως πεζός στο κόκκινο φανάρι. Αμ δε! Εν ριπή οφθαλμού, ένας αστυνομικός που ήταν κάπου εκεί και δεν του είχα δώσει και σημασία, ορμάει, με αρπάζει με δύναμη από τον βραχίονα και με τραβάει βίαια πίσω στο πεζοδρόμιο απ’ όπου ξεκίνησα να διαβώ τον δρόμο. Αφού με είχε τραβήξει πίσω και εξακολουθώντας να με κρατά με δύναμη από τον βραχίονα, με ρώτησε δείχνοντας το κόκκινο φανάρι: Τι χρώμα είναι αυτό; Εγώ του απάντησα κόκκινο. Με ξαναρωτά: Τι κάνει ένας πεζός όταν είναι κόκκινο; Απαντώ: Σταματά και περιμένει να ανάψει πράσινο. Ωραία, μου είπε, και με κρατούσε σφιχτά από τον βραχίονα μέχρι να ανάψει πράσινο για τους πεζούς. Όταν άναψε, με άφησε και πέρασα τη διάβαση. Όταν διηγήθηκα το περιστατικό αργότερα σε Αυστριακούς, μου είπαν ότι ήμουν τυχερός διότι έπεσα σε πολύ επιεική αστυνομικό. Κανονικά, θα έπρεπε να είχα συλληφθεί και να μου επιβληθεί ένα γερό πρόστιμο. Απόρησαν, μάλιστα, που δεν με συνέλαβε.