Το τανκς στην πλατεία
by Sotos
Η 21η Απριλίου του 1967 ήταν ημέρα Παρασκευή. Μια απαράσκευη Παρασκευή. Ξημερώματα. Εγώ ήμουν ετών πέντε άκλειστα και δεν θυμάμαι πολλά πράγματα. Πιο έντονα θυμάμαι ένα τεθωρακισμένο που είχε καβαλήσει το πεζοδρόμιο στην πλατεία, κάτω από το παράθυρο της κουζίνας. Εκείνο το τεθωρακισμένο παρουσίαζε για μένα από μόνο του τεράστιο ενδιαφέρον, και επιθυμούσα διακαώς να πάω να το περιεργασθώ. Από το κλίμα που επικρατούσε στο σπίτι, ωστόσο, ήμουν σε θέση να καταλάβω ότι δεν με έπαιρνε ούτε καν να ψελλίσω την επιθυμία.
Το τεθωρακισμένο αυτό έμεινε εκεί για κάμποσο διάστημα· στο ίδιο σημείο. Εδώ που τα λέμε, έμεινε εκεί για χρόνια. Επτά και λίγα λέω…
Επί όσο καιρό παρέμεινε εκεί για να εποπτεύει, ο κόσμος άρχισε δειλά στην αρχή να ξεμυτιζει και να περνάει από μπροστά του, μέρα με την ημέρα όλο και λιγότερο έκπληκτος, πιο συστημενος, μετά πιο εθισμένος, λίγο-λίγο όλο και πιο ατάραχος, μετά σχεδόν ατρόμητος και στο τέλος στητός-στητός σαν παλιοκαιρισμένος ευπατρίδης –μάλλον σε ένδειξη αντίστασης– τούτα βέβαια πάντα καθ’ όδόν προς την παρακείμενη στάση, για να πάρει ο καθένας το δικό του λεωφορείο και να πάει στη δουλειά του· αυτά, μπλε και πράσινα, πηγαινοέρχονταν κανονικά. Από την άλλη κατεύθυνση, άλλοι άνθρωποι, θρησκευόμενοι κύριοι και κυρίες, ειδικά του φιλοπτώχου, πέρναγαν από μπροστά του για να ανέβουν τα σκαλιά της Εκκλησίας, που ορθωνει μέχρι σήμερα το ανάστημά της στη μέση της ίδιας πλατείας.
Ερωτώ: Από πού και ωσπού είχαν, παρακαλώ, δικαίωμα οι μεγαλύτεροι να πλησιάζουν το τεθωρακισμένο και δη με αναιδή απάθεια, την ώρα που ήταν αυτό για μένα απηγορευμένο, ενώ μάλιστα το δικό μου πλησίασμα δεν θα ήταν καθόλου, μα καθόλου απαθές και αδιάφορο, σαν το δικό τους; Τι ειρωνια… Τη φόρα τους, την αλαζονεία και την επίγνωση του μεγάλου, του ενήλικα και του ωριμότερου, την πλήρωσαν τελικά πολυ ακριβά.
Πολύ ακριβά, διότι, αν οι δικοί μου είχαν μείνει και εκείνοι μέσα, όπως με συμβούλευαν, και αν μαζί τους είχαν μείνει μέσα όλοι οι γονείς, όπως –είμαι βέβαιος– συμβούλευαν τα παιδιά τους, εκείνο το τεθωρακισμένο θα είχε πάει για ύπνο νωρίς-νωρίς, πριν ακόμα νυστάξει. Για να συμβεί αυτό, ασφαλώς θα χρειαζόταν να μείνουν μέσα όλοι οι διάφοροι γονείς και μη, ή εν πάσει περιπτώσει οι περισσότεροι. Διότι είναι άλλο να μην βγεις, γνωρίζοντας όμως ότι άλλοι ίσως πάντως να βγουν, και άλλο γνωρίζοντας ότι σίγουρα ούτε κανένας άλλος πρόκειται να βγει. Πώς το διασφαλίζεις αυτό; Εδώ σας θέλω;
Αυτό το διασφαλίζεις όταν, ας πούμε, βγει κάποιος στην τηλεόραση και στο βεβαιώσει. Εκείνες τις ημέρες δεν είχαμε ακομα τηλεόραση, μέχρι που πήραμε συσκευή και βλέπαμε τον Άγνωστο Πόλεμο. Σήμερα, που έχουμε και ραδιόφωνο και τηλεόραση και κινητά και Διαδίκτυο και Ιστολόγια και απ’ όλα, κομπλέ, δεν βγαίνει ένας να το πει. Ένας που να μετράει ο λόγος του δηλαδή…
Ο πρόεδρος της Γ.Σ.Ε.Ε. λέει (τούτο από την τελευταία φορά που τον θυμάμαι να μιλάει, γιατί εδώ και καιρό έχει εκδοθεί γι αυτόν Silver Alert) ότι σταθμιζει τα πράγματα λογαριάζοντας πρώτα ως βαρύνουσα την έγνοια του για την συμμετοχή, υπονοώντας προφανώς ότι δεν είναι ο ιδιος πεπεισμένος επ’ αυτού, αν και περνάει προδήλως από το χέρι του κατεξοχήν· μόνο μισή κουβέντα θέλει από τα χειλάκια του… Ακόμη και από τα δικά του, αυτουνού του άκρως αναξιόπιστου. Λέει επίσης ότι αφίσταται των κομμάτων (ψέμματα γιατί είναι καραπασόκος) και δεν θέλει να δώσει, υποτίθεται, δικαιώματα στα κόμματα μη και τον καπελώσουν. Έχει δε κόψει και την καλημέρα του Τσίπρα, που είναι προφανώς το ισχυρότερο αντίπαλο δέος στο τεθωρακισμένο, του κρατάει μούτρα και κάνει πείσματα. Λέει, τέλος, ότι δική του δουλειά είναι ο ιδιωτικός τομέας, και πετάει έτσι τάχαμου το μπαλάκι στον πρόεδρο της Α.Δ.Ε.Δ.Υ., για τον οποίον ισχύουν, λίγο-πολύ, μια απ’ τα ίδια. Τα ενώνει τα δυό τους το ότι θα… προσφύγουν, άκουσον-άκουσον, στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων! Φαντάζομαι ότι σε δεύτερη φάση θα προσφύγουν και στην Επιτροπή του Διαστήματος, μάλλον εις μνήμην του γεγονότος ότι είδαμε και τον πρώτο άνθρωπο που πάτησε το πόδι του στο φεγγάρι, εκτός από τον Άγνωστο Πόλεμο, όταν πια αποκτήσαμε τηλεόραση, όση ώρα το τεθωρακισμένο δέσποζε ασάλευτο σαν μεγαλιθικό τοτέμ και σιδηρούν φόβητρο στην πλατεία, κάτω από το παράθυρο της κουζίνας.
Τα σύκα-σύκα και η σκάφη-σκάφη, τσιμουδιά και οι λάβρες πολιτικές δυνάμεις που δεν θέλουν ωστόσο, λέει, να καπελώσουν το συνδικαλιστικό κίνημα –ας μην βγάζουν και αυτές την ουρά τους απέξω, όσο κι αν έχουν λόγους σχετικώς κατά τι βάσιμους…
Στο μεταξύ έχουμε αρχίσει και τα βάζουμε με τον κόσμο. Που δεν σηκώνεται από τον καναπέ, που δεν βγαίνει στους δρόμους, που δεν κάνει κάτι τέλος πάντων… Να σηκωθεί να πάει πού; Τι ώρα; Για πόσο; Σε ποιόν δρόμο; Σε εκείνον ή τον άλλον; Και τι να κάνει, δηλαδη;
Δεν μας αρκούν αυτά τα ερωτήματα, σαν να είναι επουσιώδη!.. Ως εκ τούτου, τα ρίχνουμε τώρα ο ένας στον άλλον, και όλοι μαζί καταλογίζουμε ευθύνες στον ανώνυμο διπλανό, κάτι σαν λαϊκό αντίποδα προς το «μαζί τα φάγαμε»· σύντομα θα πάρει και αυτή η συλλογική κατηγορία πιο συγκεκριμένη μορφή: «μαζί τους ανεχθήκαμε»! Και καθώς μας χωρίζουν όλους τους άμοιρους τα πού, τα σε ποιο δρόμο ακριβώς, σε πιο συγκεκριμμένο σημείο, πρωί ή απόγευμα, τι γάλα θα πιει το παιδί μου όταν γυρίσω, από πού θα το αγοράσω, ποιο νοσοκομείο θα διανυκτερεύει κ.τ.λ., σαν να μην έφθαναν, που λέτε, όλα τούτα, μας χωρίζει επιπλέον περιληπτικά και η τελευταία λεπτομέρεια γύρω από την ιδεολογική πλατφόρμα, που θα συσκευάσει την αντίδραση. Επίσης μέχρι κεραίας μας καίει η ακριβής απόσταση από την αυθεντική εκδοχή της ιστορικής νομοτέλειας περί την κινητοποίηση κατά τάδε ή κατά δείνα. Λες και θα πάρουμε κακό βαθμό, διαγωγή «κόσμια» στην δική μας Κ.Ο.ΒΑ. Καταλήγει να μας ενώνει εν τέλει μόνον η απορία: Γιατί δεν αντιδρούμε;
Το γκουβέρνο φυσικα τρίβει τα χέρια του. Πετάει τη σκούφια του από τη χαρά του, κρατάει την κοιλιά του από τα γέλια και ανοίγει σαμπάνιες. Μέχρι και ο Χατζηκαθηκάκης, που όχι μόνον δεν έβαλε μυαλό από εκείνους που δεν είχαν μυαλό, αλλά επιδεινώθηκε κιόλας η κατάστασή του, δηλώνει δημοσίως ότι την απεργία την κάνει η μειοψηφία. Μάλιστα. Και τον ακούμε! Τον ακούμε, διότι οι εργαζόμενοι στο Τ.Τ. προτίμησαν τις μειώσεις αποδοχών, παρά να χάσουν τη δουλειά τους. Και καλά έκαναν οι άνθρωποι. Έχουν παιδιά να θρέψουν.
Όσο για τους άνεργους… Άστε τους αυτούς… Αυτοί δεν έχουνε στον ήλιο μοίρα. Θα φθάσουμε όμως με αυτά και με τούτα να ελπίζουμε μια μέρα, να ξεπεράσουν εκείνοι το 50% μήπως και δούμε κάποιο φως από εκει μεριά τουλάχιστον, καθώς προσπερνάμε οι υπόλοιποι το τεθωρακισμένο, που έχει καβαλήσει το πεζοδρόμιο στην πλατεία, πάντα καθ’ οδόν προς τη στάση για τη δουλειά, καθ’ οδόν προς την Εκκλησία.
Έτσι, μαζί με το τεθωρακισμένο παραμένει κάτω από το παράθυρο της κουζίνας και το δίλημμα. Για να μας κοιτάζει. Όπως κοίταζε τον κόσμο, τους δικούς μου και όλη την Ελλάδα, ήδη από τα ξημερώματα της απαράσκευης Παρασκευής της 21ης Απριλίου. Επέζησε αυτό το δίλημμα μέσα σε όλη την Επταετία, σημάδεψε το τέλος της, ουσιαστικά εθέσπισε την Μεταπολίτευση, και επιμένει αγέρωχο ως σήμερα. Και θα επιμένει μέχρι να τελειώσει επιτέλους και αυτή. Όχι όμως με την ίδια απαράλακτη μορφή με την οποία έχουμε συνηθίσει να το επαναλαμβάνουμε. Αλλά μάλλον όπως το βίωσα ο ίδιος πολύ πρώιμα, σε πολύ τρυφερή ηλικία, στα πέντε μου: Ή εγώ ή το τάνκς…
[…] Από το sotosblog […]
Reblogged this on ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ.