Του μέλλοντος η μέρες
by Sotos
Κι έτσι, καθώς αφήνουμε σιγά-σιγά πίσω μας την Γέννηση του Θεανθρώπου, και βαίνουμε πλέον ολοταχώς προς τα αμιγώς ανθρώπινα, γήινα και αμαρτωλά, εν τούτοις το sotosblog παραμένει την ίδια ώρα όσο γίνεται πιστό στην ιδιότυπη, προσωρινή ανακωχή των Εορτών και κρατάει την συμπεφωνημένη απόσταση από τα πολιτικά μας αίσχη· μένει με το βλέμμα προσηλωμένο στους ημίθεους, εκείνους δηλαδή που βρίσκονται κάπου ανάμεσα στον Θεό και τους ανθρώπους· και συνεχίζει στο πρότυπο της προηγούμενης ανάρτησής μας, όπου φιλοξενήθηκε ένα δείγμα από τον ανεκτίμητο θησαυρό του Άγιου των Ελληνικων Γραμμάτων, Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Συνεχίζουμε λοιπόν στο ίδιο πνεύμα, αυτήν την φορά όμως με έναν άλλον προσκεκλημένο από το Πάνθεον της Λογοτεχνίας μας, της θαυμαστής μεν και απέραντης αλλά όχι και λιγότερο πολύπαθης.
Σε λίγες ημέρες θα μπούμε στο 2013 το οποίο –ίσως το γνωρίζετε– αναγορεύτηκε σε Έτος Καβάφη. Όλα αυτά τα… τέτοια –επαίτειοι, αφιερώματα, άκαιρες τιμές και δόξες– γίνονται, βέβαια, πάντα μέσα στην γενική και αφειδώλευτη φαμφάρα που διακρίνει τη σκέψη (;) όσων έχουν θέση πολιτικής ευθύνης, στην χώρα μας κατ’ εξοχήν. Το προσπερνώ· όπως προσπερνώ και το μέγα ζητούμενο με τους πολλούς νεότερους και νέους δημιουργούς που θα μπορούσαν να βρουν ένα κάποιο δεκανίκι στην αρωγή της Πολιτείας αντί του μεγάλου Αλεξανδρινού, ο οποίος δεν έχει, πιστέψτε με, καμιά, μα απολύτως καμιά ανάγκη τον Τζαβάρα και το συνάφι του. Τέλος πάντων, τα προσπερνώ, όπως είπαμε, και απλώς κλίνω ευλαβικά το γόνυ μπροστά στην ποιητική μεγαλοφυία –μολονότι σε αυτό ακριβώς το δέος ποντάρουν εκεί στη Μπουμπουλίνας, που να πάρει και να σηκώσει! Το προσπερνώ και αυτό…
Οι σελίδες που έχουν γραφεί για τον Καβάφη είναι αμέτρητες και καθόλου δεν θα ήθελα να προσθέσω μια-δυό ανούσιες από δαύτες επιπλέον. Θα ήθελα να γράψω κάτι που να πιάσει τόπο. Κι όποιος το λάβει υπόψη του!.. Με ενθαρρύνει, μάλιστα, η υπόνοια –Τι λέω; Η βεβαιότης!– ότι κάποιος θα βρεθεί στην συνέχεια να το πλασάρει για δικό του, στο πλαίσιο του ενδημικού ήθους του κλόπυράιτ. Δεν βαριέσαι… Ακόμη κι έτσι, κάτι θα σωθεί.
Έχουμε και λέμε. Η ποίηση του Καβάφη υπήρξε υποδειγματικό θύμα της εντελώς μωρής διαμάχης μεταξύ πολυτονικού και μονοτονικού, με αποτέλεσμα όσοι, αμφότεροι, δεν έχουν ιδέα από τόνους να στερούνται εργαλείων για την πληρέστερη κατανόησή της· κατά συνέπεια, την απολαμβάνουν λιγότερο· και την θαυμάζουν ενίοτε για λάθος λόγους.
Το θέμα είναι σοβαρό και μεγάλο, ώστε να εξαντληθεί σε μια περιορισμένη ανάρτηση –θα μπορούσε να επιτύχει κάτι τέτοιο επίζηλα στην θέση μου ο ίδιος ο ποιητής με την υψηλή τέχνη του. Επιπλέον, ως θέμα πνίγεται μέσα στην άφθονη ιδεοληψία και μειώνονται έτσι δραματικά οι πιθανότητες ακόμη και να ακουσθεί απλώς άποψη άλλη, πέραν της ηγεμονικά εδραιομένης: Ισχυρότερη και επιστημονικοφανέστερη όλων των εν λόγω ιδεοληψιών είναι εκείνη που θεωρεί ότι η Ελληνική γλώσσα έχασε, λέει, κάποτε για άγνωστους λόγους τον μελωδικό της τονισμό και διετήρησε τον δυναμικό. Η αντίληψη αυτή κυριαρχεί μεταξύ των Φιλολόγων που έχουν προλάβει να κατοχυρώσουν αποκλειστικά δικαιώματα σε τέτοια θέματα –κάτι που ίσως δεν θα έβλαπτε καθόλου, εάν δεν ήσαν κατά τεκμήριον άμουσοι, για να μην πω βαρήκοοι. Ως εκ τούτου, θεωρούν ότι οι Έλληνες μιλάμε περίπου σαν έναν πολιτογραφημένο Νταρθ Βέιντερ, που όμως δεν είχε χρήματα να αγοράσει καλύτερη κάσκα.
Αλλά πρώτα μια πολύ χρήσιμη τεχνική πληροφορία που βοηθάει στην κατανόηση του όλου ζητήματος: Όταν μια συλλαβή τονίζεται, εκεί όπου τονίζεται δεν αλλάζει η ένταση της εκφοράς (σε dB), όπως έχει διδαχθεί και πιστεύει ο κόσμος, αλλά μεταβάλλεται το τονικό ύψος (με μουσικούς όρους ή σε Hertz). Δηλαδή, ενώ εκφέρεται η υπόλοιπη λέξη, ας πούμε, ως ένα Ντο, η τονιζόμενη συλλαβή εκφέρεται ως ένα Σολ. Στην περίπτωση μιας οξείας πάει από Ντο σε Σολ προς τα επάνω· στην περίπτωση μιας βαρείας, προς τα κάτω. Οξείες, βαρείες και περισπωμένες έχουν ως μουσική σημειογραφία (παρασημαντική λέγεται) τα κείμενα των ψαλτών, για να γνωρίζουν αυτοί τι περίπου θα ψάλλουν ως μελωδία. Υπάρχουν και άλλα θέματα που παρεισφρέουν στο όλον ζήτημα, αλλά αυτή εδώ η πληροφορία αρκεί, για να παρακολουθήσετε το ακόλουθο παράδειγμα:
ΚΕΡΙΑ
Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.
Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.
Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.
Επιθυμεί ο ποιητής έμφαση, λ.χ., στο «ζωηρά»; Πίσω από το μονοτονικό μου πληκτρολόγιο, στο «χρυσά» βάζει οξεία, άρα την θέλει την έμφαση· οξύνει. Στο «ζεστά» επίσης βάζει οξεία, άρα κι εκεί την θέλει. Ομοίως και στο «κεράκια». Στο «ζωηρά» όμως βάζει βαρεία, άρα δεν την θέλει· και βαραίνει συνειδητά την εκφορά. Πιστεύετε ότι δεν αλλάζει το νόημα, αν αψηφήσει κανείς την βαρεία; Χμ… Έχω ακούσει μέχρι και την ιδέα ότι είναι ελεύθερος να αποφασίσει για τέτοιες… «αμφισημίες» εκείνος που απαγγέλει. Δεν έχω αντίρρηση· αρκεί να μην νομίζει αυτός ότι γνωρίζει την ποίηση του Καβάφη καλύτερα από εκείνον που την έγραψε. Αν έχω άδικο, τότε ας αλλάξουμε και τις λέξεις, όχι μόνο τους τόνους… Καλό είναι να ξέρετε, ωστόσο, ότι ο ποιητής στο ίδιο ποιήμα άλλοτε βάζει οξεία και άλλοτε βαρεία στη ίδια λέξη, π.χ., στο «κεριά». Θα είχε φαίνεται χρόνο για χάσιμο ή θα ήταν σορολόπ, ο άνθρωπος…
Τα παραδείγματα είναι αμέτρητα, στη διάθεση κάθε ενδιαφερομένου. Γιατί, μια οξεία, μια βαρεία ή μια περισπωμένη είναι ικανές να αλλάξουν το νόημα. Μια οξεία, μια βαρεία ή μια περισπωμένη είναι ικανές να αλλάξουν τα πάντα· εφ’ όσον μιλάμε για ποίηση! Ειδικά εφ’ όσον μιλάμε για Καβάφη!
Κι επειδή τα παραδείγματα είναι προφανώς αμέτρητα, δεν θα αναφέρω άλλα –να μην σας κουράσω. Την πόρτα την ξεκλειδώσαμε και αυτό φθάνει. Όμως, τούτο δεν σημαίνει ότι νικήσαμε μια ολόκληρη ιδεοληψία. Προς Θεού! Ήδη νομίζω ότι ακούω αυτά που τώρα συζητούμε να τυγχάνουν εκμετάλλευσης από… πολέμιους ή ζηλωτές του πολυτονικού ή του μονοτονικού! Ανοησίες· δεν βγάζεις άκρη… Άλλωστε, αν ήταν να νικηθεί η ιδεοληψία, θα την είχε νικήσει πριν από εμένα εκείνος που μου τα άνοιξε τα στραβά μου. Αχ, δάσκαλε…
Τουλάχιστον εσείς πήρατε μιαν ιδέα, πάντως· και όπως είπαμε: παραμένω στη διάθεση παντός ενδιαφερομένου· αν έχει μείνει κανένας… Γιατί τα γράφω τότε; Εμπρός κυττάζω κι εγώ τ’ αναμένα μου κεριά· ενόψει δε ενός Νέου Έτους γεμάτου από… οξείες… βαρείες… και περισπωμένες… Λόγος για τον οποίο μάλλον σωστά αναγορεύθηκε το 2013 μες την ασυμμετρία του ως Έτος Καβάφη.
Reblogged this on ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ.
«Γιατί, μια οξεία, μια βαρεία ή μια περισπωμένη είναι ικανές να αλλάξουν το νόημα».
Χμμ… Λετε γι’ αυτό να μας τις στέρησαν;
Ελπίζω να έχουμε πιο συχνά τέτοια κείμενα και όχι μόνο κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα…
(!)
Όταν διάβασα αυτή την ανάρτηση, μου ΄ρθε στο μυαλό ένα και μοναδικό βιβλίο του Αλεξανδρινού Ποιητή, που το ‘χα κάπου καταχωνιασμένο. Έψαξα λοιπόν και το βρήκα.
Το βιβλίο αυτό, Κ . Π. Καβάφης, Ποιήματα, 1882-1932, Εκδόσεις ΕΡΜΗΣ 2003, είναι εξ ολοκλήρου τυπωμένο με το μονοτονικό σύστημα. Στο εκδοτικό σημείωμα, αιτιολογείται μάλιστα η επιλογή αυτή. Παραθέτω αυτολεξεί το αντίστοιχο απόσπασμα: «Ο παρών τόμος φιλοδοξεί να αποτελέσει μια σύγχρονη και χρηστική έκδοση της καβαφικής ποίησης, αυθαιρετώντας «κατά το επιστημονικώς διευκρινισθέν»: να παραθέσει δηλαδή όλα τα ποιήματα… χρησιμοποιώντας το ισχύον μονοτονικό σύστημα»
Και αμέσως πιο κάτω συνεχίζεται: «Η εφαρμογή του -εννοεί του μονοτονικού- στα ποιήματα του Καβάφη ξεκίνησε από τα σχολικά εγχειρίδια (Δύο ποιήματα στα βιβλία του Δημοτικού, πέντε στου Γυμνασίου και δώδεκα στου Λυκείου) και δεν φαίνεται να έχει βλάψει κανέναν: ούτε τα παιδιά , που γνωρίζουν τον Καβάφη σε μια μορφή που τους είναι οικεία, ούτε και την διαχρονική ποίηση του νεοέλληνα Καβάφη» -η υπογράμμιση δική μου.
Αυτά όλα βεβαίως, δεν τα γράφω για να αντιπαρατεθώ με τον φιλόξενο οικοδεσπότη αυτής της ιστοσελίδας, και μάλιστα «αυθαιρετώντας κατά το επιστημονικώς διευκρινισθέν». Κάθε άλλο. Με το σχόλιο αυτό, θα ήθελα απλά να επιβεβαιώσω την πλήρη σχεδόν άγνοια μου, για τον Καβάφη και κυρίως για τη μουσικότητα των ποιημάτων του. Και ένεκα τούτου για μένα προσωπικά, το περιεχόμενο της ανάρτησης είναι κάτι περισσότερο, από ένα θέμα σοβαρό και μεγάλο. Και μιας και βρισκόμαστε προς το τέλος αυτής της χρόνιας να δηλώσω ακόμα ότι αυτό το κείμενο είναι ίσως το πιο ενδιαφέρον από όσα έχω διαβάσει περιπλανώμενος μέσα στη «μπλογκόσφαιρα» εν έτει 2012.
Θα ήθελα ωστόσο, να σταθώ λίγο σε εκείνο το παράδειγμα με το ντο και το σολ: Η όξυνση από το ντο στο σολ, απαιτεί ανέβασμα της φωνής κατά τρεισήμισι τόνους. Αντίστροφα η άμβλυνση από ντο στο σολ, απαιτεί κατέβασμα της φωνής κατά δύο τόνους. Ο συντάκτης χρησιμοποιεί ένα απλό παράδειγμα με τη χρήση ευρωπαϊκής τονικής κλίμακας. Πέρα για πέρα ορθή επιλογή, αφού με το παράδειγμα του γίνεται κατανοητός με τρόπο απλό ο ρόλος της οξείας, της βαρείας, και εν γένει του πολυτονικού συστήματος στη μουσικότητα του γραπτού λόγου.
Υπάρχει όμως και ένα «αναθεματισμένο» αλλά: αυτό το καθόλα εύστοχο παράδειγμα «υπονομεύεται» από την ίδια τη χρήση της Ευρωπαϊκής Τονικής Κλίμακας. Γιατί στην Ευρωπαική Τονική Κλίμακα το μικρότερο -το «μοναδιαιο»- τονικό διάστημα που υπάρχει είναι το ημιτόνιο (ήμισυ του τόνου). Και γιατί από την άλλη πλευρά, το πολυτονικό σύστημα αφορά τονικά διαστήματα που είναι μικρότερα του ημιτονίου (πχ. τέταρτο τόνου). Δηλαδή, ο αναγνώστης που διαβάζει μια συλλαβή με «οξεία», δεν θα κάνει ποτέ ανέβασμα της φωνής τονικό διάστημα τρεισήμισι τόνων (!) σύμφωνα με το παράδειγμα. Ούτε με τη «βαρεία», κατέβασμα φωνής κατά δύο ολόκληρους τόνους! Αυτά είναι τελείως εξωπραγματικά στην ανάγνωση ενός πολυτονικού κειμένου. Εν προκειμένω, το ζητούμενο είναι μια τονική διακύμανση της φωνής μικρότερη του ημιτονίου. Μπορεί να γίνει αυτό; Μπορεί να το κάνει αυτό άραγε ένας σημερινός αναγνώστης του Καβάφη; Ένας σημερινός Νεοέλληνας εννοώ. Και πόσο εύκολα μπορεί να το κάνει; Ή πόσο δύσκολα;
Όλοι μας, απ΄ τα γεννοφάσκια μας είμαστε «καλαναθρεμμένοι» με βάση την ευρωπαϊκή μουσική παιδεία –τρόπος του λέγειν, τελοσπάντων. Και δεν εννοώ μόνο τη «Κλασσική» ή τη «ξένη μουσική». Αλλα και τους Θεοδωράκηδες και τους Χατζηδάκηδες, και το έντεχνο, το ελαφρό, το ελαφρολαικό, το καψουροτράγουδο, το πολιτικό, το αντάρτικο, όλα, τα πάντα! Ακόμα και το ρεμπέτικο: που μας ήρθε με τους «Δρόμους» του από την Ανατολή, προσαρμόστηκε και αυτό άρον-άρον, σύμφωνα με τις αρχές της ευρωπαϊκής αρμονίας. Όλοι μας έχουμε μάθει να ακούμε και να τραγουδάμε μελωδίες με τονικά διαστήματα μεγαλύτερα (ή ίσα) του ενός ημιτονίου. Εκεί περιορίζεται συνεπώς η ακουστική αλλά και η αισθητική μας ευαισθησία. Όχι παρακάτω δυστυχώς! Υπάρχει βέβαια και η Βυζαντινή Μουσική. Αλλά πόσοι ασχολούνται σοβαρά, πόσοι ακούν πραγματικά σήμερα, ένα εκκλησιαστικό ψαλμό; Αλλά και πόσοι ψάλτες μπορούν να «τραγουδήσουν» ένα τέταρτο του τόνου? Και μάλιστα όλα αυτά, κάτω από τις συνθήκες ιδεοληψίας -της όποιας ιδεοληψίας- που επικρατεί σήμερα. Και να πούμε και κάτι άλλο: Έχει ασχοληθεί κανείς σήμερα σοβαρά, με τη μουσική του Αρχαίου Δράματος; Που είναι ένα από βασικότερα συστατικά του (το Μέλος) κατά τον Αριστοτέλη. Τι σόι μουσική ακούει τελοσπάντων, ένας θεατής μιας σημερινής παράστασης στην Επίδαυρο; Και τι σχέση έχει αυτή με τη μουσικότητα του πολυτονικού συστήματος;
Μπορούμε λοιπόν να διαβάσουμε Καβάφη; Δύσκολο το ερώτημα δύσκολη και η απάντηση. Εφόσον βέβαια αυτή όλη η συζήτηση τίθεται πάνω σε μια πραγματική και ουσιαστική βάση. Ειδάλλως επιλέγομαι τη βολική «αυθαιρεσία» επί του «επιστημονικώς διευκρινισθέντος». Εξάλλου αυτή η επιλογή είναι «σύγχρονη» και προπάντων «χρηστική». Και στο κάτω κάτω της γραφής, είναι «οικεία» και «δεν έχει βλάψει κανένα».
Κυριάκο, προσοχή στα όρια του πράγματος:
Πρώτον: Όταν μιλάμε, τραγουδάμε μεν, αλλά όχι ακριβείς τόνους ως προς τα διαστήματα. Κάπως πιο ακριβής στους τόνους είναι η λεγόμενη εκμελλική ομιλία, π.χ. της Εκκλησίας στο κήρυγμα, και ακόμη ακριβέστερο το τραγούδι καθαυτόν.
Δεύτερον: Κανείς δεν αξιώνει από τον αναγνώστη να ακολουθήσει μουσικούς κανόνες ως προς τα διαστήματα, αλλά να λάβει υπόψη του μόνο την πορεία, προς τα επάνω ή προς τα εκάτω όπως την υποδεικνύει η οξεία ή η βαρεία αντιστοίχως. Αυτό είναι πολύ εύκολο και το κάνουμε οι ίδιοι κάθε μέρα, αλλά δεν το συνειδητοποιούμε, επειδή δεν έχουμε διδαχθεί τι ακριβώς κάνουμε όταν μιλάμε και πώς αυτό αποτυπώνεται στον γραπτό λόγο, αν τούτο χρειάζεται πέραν της ποιήσης. Το διάστημα Πέμπτης, στην όποια πορεία ακολουθηθεί γίνεται «ενστικτωδώς». Εσύ, εγώ, όλοι όταν τονίζουμε, τονίζουμε στο διάστημα, ας πούμε, Ντο-Σολ, είτε προς τα επάνω, είτε προς τα κάτω (κατιόν Ντο-Σολ = Διάστημα Τετάρτης, δηλαδή πάλι Πέμπτης αλλά ανεστραμμένης, όπως καταχωρίζεται αρμονικά). Μόνο με πολύ μεγάλη, στοχευμένη και μάλλον μάταια προσπάθεια μπορεί να επιτευχθεί συνειδητά από τον ομιλούντα κάποιο άλλο διάστημα κατά την εκφορά του λόγου. Διότι το διάστημα Πέμπτης είναι το φυσικότερο.
Ο αναγνώστης, λοιπόν, κατά τα της ανάρτησης, καλείται απλώς να προσέξει και να δώσει βάση στην κίνηση προς τα πάνω ή προς τα κάτω, σύμφωνα με την επιθυμία του ποιητή. Όχι στο διάστημα. Στην πορεία.
Τα άλλα που ορθά θέτεις είναι βεβαίως ενδιαφέροντα μουσικά ζητήματα, αλλά πέραν του συγκεκριμένου αντικειμένου της ανάρτησης.
Είναι μεγάλο κρίμα που δεν διαθέτεις κανονική έκδοση με τα Ποιήματα του Καβάφη -σιγά τον αριθμό τους… Σε παροτρύνω να τα προμηθευθείς με την πρώτη ευκαιρία.
Συμπάθα με αλλά θα επιμείνω:
Κατ΄ αρχήν δεν ισχυρίζομαι ότι η ανάγνωση ενός πολυτονικού κειμένου γίνεται σώνει ντε και καλά πάνω σε ακριβείς μουσικούς τόνους. Πολύ δε περισσότερο ότι αυτή υπόκειται σε μουσικούς κανόνες ως προς τα διαστήματα. Μου είναι άλλωστε απολύτως κατανοητό αυτό που γράφεις, όπως το γραφεις: δηλαδή «πορεία, προς τα επάνω ή προς τα κάτω όπως την υποδεικνύει η οξεία ή η βαρεία αντιστοίχως» .
Μου είναι ωστόσο δύσκολο να φανταστώ, ότι με την «οξεία» η φωνή κινείται περίπου μια πέμπτη πάνω. Γιατί πολύ απλά είναι πολύ μεγάλο το τονικό διάστημα. Και όπως και να το κάνουμε, ένα μακροσκελές κείμενο γεμάτο οξείες και βαρείες, δηλαδή μία πέμπτη πάνω και μία τετάρτη κάτω -και σε καθημερινή βάση μάλιστα- θα ήταν επιπλέον και μια δοκιμασία για τις ανθρώπινες φωνητικές χορδές. Για το λόγο αυτό πιστεύω ότι κατά την ανάγνωση, τα τονικά διαστήματα της φωνής είναι μάλλον μικρότερα του ημιτονίου. Τώρα που γίνεται αυτό η πώς γινόταν η ανάγνωση τον 5o αιώνα π.X., μου είναι άγνωστο και δεν νομίζω ότι μπορούμε να προσεγγίσουμε εύκολα ένα τέτοιο ζήτημα.
Το σημαντικό όμως είναι άλλο. Στάθηκα να σχολιάσω το παράδειγμα σου όχι για να το απορρίψω. Το δέχομαι εξ ανάγκης γιατί είναι δύσκολο αντικειμενικά να βρεθεί κάτι καλύτερο. Όμως οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι ένα παράδειγμα με βασικό εργαλείο την ευρωπαϊκή τονική κλίμακα, υπονομεύει την όλη προσέγγιση μας. Γιατί αυτή έχει ως μικρότερο, μοναδιαίο διάστημα το ημιτόνιο. Δηλαδή είναι πολυ φτωχή μελωδικά ως εργαλείο για να προσεγγίσουμε τη μουσικότητα ένος πολυτονικού κειμένου. Υπάρχει τίποτα καλύτερο να κάνουμε; Σαφώς όχι! Αλλά ας έχουμε τουλάχιστον υπόψη, οτι χρησιμοποιούμε ένα εργαλείο που ενδεχομένως να «υπονομεύει» τη προσέγγιση μας.
Έθεσα τέλος ένα άλλο ζήτημα που είναι και το σημαντικότερο: Μπορεί σήμερα ο νεοέλληνας να διαβάσει Καβάφη; Συμπεριλαμβανομένης φυσικά και της …ασημαντότητας μου. Αυτό το ζήτημα φιλε Σώτο δεν είναι απλά ένα «μουσικό ζήτημα» ούτε φυσικά εκφεύγει «πέραν του συγκεκριμένου αντικειμένου της ανάρτησης». Κατά τη ταπεινή μου γνώμη αυτό το ερώτημα θέτει ένα καίριο ζήτημα. Αν δεν συζητηθεί, αν δεν απαντηθεί με ουσιαστικό τρόπο τότε δυστυχώς αφήνει χώρο για άλλές πιο «βολικές» πιο «συγχρονες» και πιο «χρηστικές» αντιλήψεις περι Καβαφη. Αφήνει χώρο ακόμα και για Ιδεοληψίες. Ακόμα και για κείνους που απαγγέλουν, πιστεύοντας ότι γνωρίζουν τη ποίηση του Καβάφη καλύτερα και από τον ίδιο τον… ποιητή!
Και εν προκειμένω αυτό το εξαίρετο κείμενο που έγραψες, καθίσταται απλά και μόνο ένας υπέροχος επικήδειος ή ένα μνημόσυνο για Καβαφική Ποίηση.
Θέλει συζήτηση λοιπόν. Και μάλιστα ουσιαστική συζήτηση «δια ζώσης».
Μιας και τα περιθώρια διαλόγου μεσω «πληκτρολογίων» εν προκειμένω έχουν μάλλον εξαντληθεί.
Κυριάκο,
Μπορεί σε πολλά να έχεις ή να μην έχεις δίκαιο και πολλά να πρέπει να συζητηθούν. Εκκρεμότητες, προεκτάσεις, αμέλειες, νέες ιδέες, διαπιστώσεις κ.ο.κ. Και μπορεί να συμφωνω -όπως πράγματι συμβαίνει για τα περισσότερα. Ή και να διαφωνώ, εγώ ή άλλοι. Επειδή, όμως, μας διαβάζουν εδώ και τρίτοι, οφείλω να διευκρινίσω ότι:
Το διάστημα Πέμπτης μπορεί να σου φαίνεται μεγάλο ή δύσκολο ή οτιδήποτε, αλλά ανεξαρτήτως της εντυπώσεώς σου αυτής παραμένει πέραν πάσης αμφισβήτησης το πλέον «φυσικό» και, ως τέτοιο, το πιο διαδεδομένο διάστημα στην ανθρώπινη ομιλία, καθώς και σε άλλες φωνητικές δραστηριότητες -μουσικής, όχλου, οπαδών, στρατευμάτων, ρητορικής κ.τ.λ. Τούτο αποτελεί αναντίρρητη εμπειρική διαπίστωση, επιστημονικώς ελεγμένη, εξακριβωμένη με διακριβωμένα μέσα και έχει μουσικολογικώς θεμελιώδη ισχύ σε όλα, μα όλα τα μουσικά και φωνητικά συστηματα απανταχού της Οικουμένης. Στοιχηματίζω ότι, χωρίς μάλλον να το γνωρίζεις, το μετέρχεσαι μόνιμα και σταθερά και εσύ -μάλλον μόνο αυτό- με μεγάλη δε άνεση όποτε μιλάς με οποιονδήποτε, για οτιδήποτε και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Να είναι, λοιπόν, ξεκάθαρο αυτό στους τρίτους. Εύχομαι να γίνει ξεκάθαρο και σε σένα και παραμένω στη διάθεσή σου για να σε βοηθήσω να το συνειδητοποιήσεις.
Για τα υπόλοιπα, βεβαίως και μπορούμε να συζητήσουμε.
Ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο.
Reblogged this on mySatellite.