Αναμμένα κάρβουνα

Ακούω κάτι να τσιτσιρίζει· σαν το λάδι στο τηγάνι, σαν μπριζόλα στη θράκα. Η ακριβής προέλευση της τσίκνας είναι απροσδιόριστη. Τη βάζω στο Google Smell (σύντομα και για κινητό) και μου δείχνει το τετράγωνο Ηρώδου του Αττικού, Βασιλέως Γεωργίου, Στησιχόρου και Λυκείου. Ωπα, λέω! Εκεί βρίσκεται το Μέγαρο Μαξίμου. Χμ!..

Η μυρωδιά έχει στοιχεία από… γαμώτο· ο ήχος από… μακεδονομάχο. Κάτι ανάμεσα στο «έκανα ό,τι μπορούσα, ό,τι ήταν δυνατό» και στο «φτάνει πια, δεν δέχομαι να εξευτελίζεται έτσι ο λαός μου»! Μέγα σουξέ. Ένα εκατομμύριο δίσκοι… Όχι ένας, και μάλιστα του Επαίτη, όπως τις Κυριακές στην Εκκλησία…

Βέβαια, για να είμαστε και σοβαροί και να τα μετράμε όλα, σε μια τέτοια ακραία περίπτωση, οι Γερμανοί που κρατούν στο συρτάρι τους κρυμμένα μυστικά και ντοκουμ… Ωχ! Μισό λεπτό! Χτυπάει το τηλέφωνο. Να το σηκώσω κι επιστρέφω δριμύτερος…

«Παρακαλώ… Σ’ ακούω… Αποκλείεται… Δεν είσαι καλά, να μας πάρει κανένα μάτι… Ξέχασέ το… Τι αμετάπειστος και ξεαμετάπειστος, μη το συζητάς σου λέω… Και να σου πω και κάτι; Κακώς απήντησα την κλήση, αλλά, βλέπεις, έβαλες απόκρυψη… Σε κλείνω, έχω δουλειά. Γράφω.»

Άστε μην σας πω καλύτερα ποιος ήταν… Λοιπόν, τι λέγαμε, ε; Για τους Γερμανούς. Για τους Γερμανούς; Ποιους Γερμανούς; Καλέ, αυτούς που έχουν κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα. Ε, και; Που ο μακεδονομάχος και τέτοια… Που τσιτσιρίζει κι έφτασε τσίκνα στα ρουθούνια… Α, ναι! Μπράβο, μπράβο! Μπα… Τίποτε, άκυρο. Γράψτε λάθος. Μπάρμπεκιου κάνουνε. Ναι, έχουν ανάψει τα κάρβουνα και ψάχνουν για παρέα. Οι μουσαφιρέοι τους μουσαφιρέους.