Βέρα στο δεξί

by Sotos

Κι ένα τραγουδάκι, να μη φύγουν παραπονεμένοι κι οι Γερμαναράδες, μέρες πούναι…

Σε λίγες ώρες οδηγούμαι στο ικρίωμα. Με παπά και με κουμπάρο. Τρεις κουμπάρους, για την ακρίβεια· είναι η δική μου Τρόικα.

Κι έτσι, μια και συνδέσαμε την κουμπαριά με την Τρόικα, θα μπορούσε κάλλιστα, ξέρετε, ο εις εκ των κουμπάρων μου να είναι ο Επαίτης (χαίρομαι που πάψατε επιτέλους να με ρωτάτε ποιος είναι). Γιατί όχι; Γνωριζόμαστε πάνω από είκοσι χρόνια. Κι αν του έχω στείλει κατά καιρούς διάφορους ευτυχείς γαμβρούς για να παντρέψει… Εδώ που τα λέμε, τα μισά ανδρείκελα του Babis Vovos (Πάτε καλά; Κόψατε τις ερωτήσεις για τον Επαίτη και αρχίσατε τώρα να με ρωτάτε ποιος είναι ο Babis Vovos; Γούστο έχετε!). Τι λέγαμε; Α, ναι! Γιατί να μην παντρέψει κι εμένα, παρακαλώ;

Θα μπορούσε, επίσης, έτερος εξ αυτών να είναι ομού και ο Προπέτης· ομοίως, η σχέση μας είναι μακρά· αχ, ρε άτιμο ’89, «βρώμικο ’89»!.. Με τον Προπέτη, αμέσως-αμέσως δύο τα λουλούδια για το δικό μου το στεφάνι.

Ποιος μας έμεινε; Α, γειά σου! Μ’ αυτόν, που λέτε, τρώγαμε τα Σάββατα το μεσημέρι εκεί κοντά στους Στύλους Ολυμπίου Διός. Όποτε μίλαγε, δεν άκουγα τι έλεγε, άκουγα το χρώμα της φωνής του. Χρώμα, μελωδική γραμμή, προσωδία κ.τ.λ. Ακόμα το κάνω. Χαμένο ταλέντο· πήγε στράφι· θα είχε κάνει λαμπρή σταδιοδρομία σε οποιοδήποτε αεροδρόμιο της υφηλίου, αναγγέλοντας αφίξεις, αναχωρήσεις, ευρεθείσες αποσκευές και τέτοια… Ακούστε τον με τη φαντασία σας· προσπαθείστε να ντουμπλάρετε με τη δική του φωνή, αργά, καθαρά, συλλαβιστά, μαλακά, όπως εκείνος, την ακόλουθη φράση και θα ανατριχιάσετε: «Αναχώρησις Ολυμπιακής Αεροπορίας, αριθμός πτήσεως 412, για Λονδίνο και Νέα Υόρκη. Παρακαλούνται οι επιβάτες…» Τι παθαίνει όμως όποιος προδίδει τα δώρα του Θεού; Τιμωρείται· αυτό παθαίνει! Ιδού τώρα, που τη δική του αναχώρηση θα την ανακοινώσει άλλος.

Μ’ αυτόν, λοιπόν, αλά ούνο, αλά ντούε, αλά τρε, νάσου η Τρόικα στην Εκκλησία. Θα βγάζαμε και δίσκο. Αν δεν κάνω λάθος, αυτό λέγεται γάμος αλά Μνημόνιο.

Το βάζει ο νους σας; Κουμπάρους στο γάμο μου τον Επαίτη, τον Προπέτη και τον Δραπέτη; Αστυνομία, φουσκωτοί στο προαύλιο, κάμερες, κακό, μικρόφωνα, ο Σταμάτης ο Μαλέλης αυτοπροσώπως, ο Νίκος ο Ευαγγελάτος σε απευθείας σύνδεση. Ειδησεογραφικώς μιλώντας, κάτι σαν το Euro 2004. Ο ρεπόρτερ να λέει: «Το κλίμα αλλάζει. Οι Έλληνες παντρεύονται. Ο ιερέας, Νίκο, ευχήθηκε καρπόν κοιλίας. Οι προσκεκλημένοι λένε ότι ατενίζουν επιτέλους το μέλλον με πίστη κι αισιοδοξία. Όχι μόνο υπάρχει φως στο τούνελ, αλλά ήδη αυτό φαίνεται κιόλας.» Σε αυτό το σημείο, μιλημένος ο εικονολήπτης στρέφει την κάμερα προς τον προβολέα. Όλα τα πίξελ σε διέγερση. Φωτοπλημμύρα -το πλάνο τυφλώνει τον τηλεθεατή. «Σε μια τέτοια ευλαβική, αλλά και γιορτινή ατμόσφαιρα», συνεχίζει το σταντάπ (έτσι λέγεται, ρε άσχετοι!), θα μπορούσε, Νίκο, ακόμα και η Μέρκελ να έρθει στην Ελλάδα!»

Όμως όχι. Η δική μου Τρόικα είναι κανονικοί άνθρωποι. Γιατί χαμογελούν όμως; Δεν καταλαβαίνω. Όλοι δίπλα μου χαμογελούν· κι όμως υποτίθεται ότι με αγαπούν και θέλουν το καλό μου. Αν δεν κάνω λάθος, αυτό λέγεται Σαρδόνιο Χαμόγελο.

Ένα γνωμικό λέει ότι, αν δεν παντρευτείς, θα ζήσεις μεν σαν άνθρωπος, αλλά θα πεθάνεις σαν σκύλος· αν, όμως, παντρευτείς, θα ζήσεις μεν σαν σκύλος, αλλά θα πεθάνεις σαν άνθρωπος. Νομίζω ότι πιο φιλοσοφημένο είναι εκείνο το άλλο, που λέει ότι, αν παντρευτείς θα το μετανιώσεις, αν όμως δεν παντρευτείς, πάλι θα το μετανιώσεις.

Ήρθε, λοιπόν ως φαίνεται, η ώρα μου να βάλω νερό στο κρασί μου. Ως γνωστόν, μόνον ο Κύριος πέτυχε μεταξύ θνητών κάτι το καλύτερο. Το ρουσφέτι του το είχε ζητήσει η Μάνα του· δυνατά ρουσφέτια αυτά. Κι Εκείνος είπε: «ε, όχι να μας καλέσουν οι άνθρωποι και να πιάσω εγώ να βάλω νερό στο κρασί. Δεν θα βάλω· θα βγάλω! Θα βγάλω από το νερό κρασί!» Αν δεν κάνω λάθος, αυτό λέγεται Θεός!

Η δική μου η μανα; Χα! Τι θυμήθηκα τώρα… Το φίλο μου το Γιώργο. Γύρισε, που λέτε, ένα βράδυ στο σπίτι του και τι να δει; Φώτα. Αμάν! Φώτα; Γιατί φώτα; Τη μυρίστηκε τη δουλειά…Τον είχαν προφθάσει οι γονείς της κοπέλας –Κρητικοί γαρ. Ανοίγει την εξώπορτα και βλέπει τη μάνα του στο κεφαλόσκαλο να κλαίει. «Παιδί μου, παντρεύεσαι», του λέει με αναφυλλητά. «Ρε μάνα, εγώ παντρεύομαι, εσύ κλαις;»

Εμένα δεν είναι Κρητικοί. Είναι Πόντιοι. Οι Πόντιοι θα σώσουν την Ελλάδα. Το έχουν ξανακάνει. Με τους Ρωμαίους, με τους Φράγκους, με…, με… Θα το κάνουν και πάλι. Η μάνα μου τους αγαπάει. Τάχει, η γυναίκα, χαμένα με τη ζωή που έχουν μέσα τους. Εμ, βέβαια! Με τόσα ψοφίμια που βλέπει τριγύρω… Γι αυτό σας λέω. Θα σώσουν την Ελλάδα!

Κάπου εδώ σας αφήνω. Πιστεύω ότι η βέρα στο δεξί δεν θα με εμποδίσει στο να γράφω, αλλά σας ζητώ λίγη κατανόηση, μερικές μερούλες υπεμονή, μέχρι να τη συνηθίσω.