Ε, άλλο η Πόλη…
by Sotos
Δεν είμαι ούτε ελληνόληπτος, ούτε πατριδολάγνος, ούτε περί την Ελλάδα φαντασμένος. Η δήλωσή μου αυτή δεν προκύπτει από φόβο, γιατί κανείς ποτέ από όσους επιχείρησαν κατά καιρούς να με εκφοβίσουν –και υπήρξαν πολλοί, ολόκληρες ομάδες οργανωμένων ή μη και ολόκληρες χρονικές περίοδοι που άνθησε αυτός ο φόβος– δεν πέτυχε να κάμψει το φρόνημά μου· γράφω και μιλώ για την Ελλάδα από αυθεντικό και απαρασάλευτο σεβασμό προς το πνεύμα της και τα επιτεύγματά του, με την ίδια εσωτερική διαθέση που μου επιτρέπει να θρέφω και να εκδηλώνω ανάλογο σεβασμό, οσάκις απαντώ το ανθρώπινο επίτευγμα και το ανθρώπινο ηθικό μεγαλείο όπου γης. Η ίδια ακριβώς διάθεση μου επιβάλλει να μην παρακάμψω τη σημερινή ημέρα ως επέτειο της Άλωσης της Κωνσταντινουπόλεως.
Αυτή η ημέρα αντιμετωπίζεται ανά τα μήκη και τα πλάτη ποικιλοτρόπως και ειδικά ανά την ελληνική επικράτεια, σε ένα εκτενές φάσμα εγκλίσεων από την παγερή αδιαφορία και την ανία στη μία άκρη του, μέχρι το φθόνο ή τη συναισθηματική κατάθλιψη και τον εθνικιστικό λήρο στην άλλη, από τον ύποπτο επιστημονισμό μέχρι την επιστημονική στερεοτυπία. Εδώ, πάντως, η αναφορά συνιστά εις ό,τι με αφορά κατάθεση στεφάνου, με την ευχή κατά το βάδισμα μέχρι το μνημείο και τη γονυκλισία να αποκατασταθούν και ορισμένες αλήθειες, που έχουν διαλάθει της προσοχής μας –το σκοπίμως ή μη πίσω από το γιατί αυτές έχουν διαλάθει της προσοχής μας είναι εκτός ημερήσιας διάταξης. Θα είμαι σύντομος.
Ο Στήβεν Ράνσιμαν φαίνεται ότι απέτυχε να επιλύσει οριστικά το ζήτημα των κληρονόμων του Βυζαντίου με τη σκέψη του ότι, πάντως, δεν μπορεί να είναι άλλοι από εκείνους που πένθησαν περισσότερο την κατάλυσή του. Κι έτσι χρειάσθηκε να ανασκαλευθεί το ζήτημα γύρω από το ερώτημα αν μπορούμε πράγματι να κάνουμε λόγο για Έλληνες στο Βυζάντιο. Μην σας κουράζω με τα επί μέρους, διότι τελικά και αυτό το ζήτημα διευθετήθηκε, καθώς δεν μπορούσε να σταθεί ως αμφιβολία απέναντι στην ένσταση, γιατί να μην υπάρχουν Έλληνες, αφού υπάρχουν Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι κ.τ.λ., όλες οι φυλές της Οικουμένης; Μόλις έληξε και αυτό, απέμεινε το ερώτημα τι ήταν το Βυζάντιο και τι οι Έλληνες γι αυτό; Καταλήξαμε σχεδόν επισήμως ότι το Βυζάντιο υπήρξε μια πολυεθνική Αυτοκρατορία, Ρωμαϊκής Διοίκησης, Χριστιανικού Θρησκεύματος, Ελληνοπρεπές στη Γλώσσα (Ελληνοπρεπής είναι η αισχυντυλή εκδοχή αντί του Ελληνική και χρησιμοποιείται από επιστήμονες που τρέμουν μη τους δείξει κανείς κανένα λατινικό έγγραφο εποχής που υποτίθεται ότι θα τους φέρει σε δύσκολη θέση). Κατά συνέπεια στο τρισυπόστατο αυτό μόρφωμα έχει ενοφθαλμισθεί –στα… Ελληνικά έχει μπολιασθεί– το Αρχαίο Ελληνικό πνεύμα, οπότε σαν όχημα πλεόν το Βυζάντιο το συντηρεί και το μεταφέρει στη Δυτική Ευρώπη, γεννώντας τον Δυτικό Πολιτισμό, ενώ εδώ νεκρανασταίνεται, πάλι ως όχημα, χάρη στην Εκκλησία, είτε με τη μορφή της παράδοσης του ορθού δόγματος, είτε με τη μορφή του ψευδοδιλήμματος «Ανατολή ή Δύση» –κάτι σαν το δίλημμα ανάμεσα στο «Καφέ σαντάν» και το «Καφέ αμμάν», όπως πολύ εύστοχα έχει παρατηρήσει, μεταξύ άλλων, ο δάσκαλός μου.
Όλα τούτα είναι έτσι ή περίπου έτσι και ίσως λείπουν κάποια στοιχεία που θα μπορούσε κάποιος να προσθέσει. Εκείνο που, όμως, έχει σημασία είναι ότι ως γενικό υπόλοιπο η συνεισφορά του Βυζαντίου περιορίζεται σε κάτι ανάμεσα στο κάρο και τη σύριγγα –κάρο που μεταφέρει το Αρχαίο Ελληνικό πνεύμα, σύριγγα που εμβολιάζει με αυτό την Ευρώπη. Και δεν υπάρχει τίποτε πιο προσβλητικό για το σεβασμό στο ανθρώπινο πνεύμα από το να παρουσιάζεται έτσι ένας τέτοιος πολιτισμός. Όσοι το πράττουν, θεωρώντας ότι πάντως διέσωσαν την Ελληνικότητά του και διεσώθησαν και οι ίδιοι δια διαπηδήσεως αφού του αναγνώρισαν την ύπαρξη του Ελληνικού πνεύματος εντός του, είναι πολύ γελασμένοι και πλανώνται πλάνην οικτράν, διότι δεν είναι κατά συνέπεια σε θέση να προσδιορίσουν αναλυτικά σε τι συνίσταται εν τέλει η έννοια Ελληνικό πνεύμα –την χειρίζονται ως δεδομένη και είναι κρίμα, διότι εμφανίζονται ως επιστήμονες –αν και από όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω άλλες ιδιότητες έχουν κατά νου, όπως φαντάζεσθε…
Και είναι προσβλητικό διότι περιφρονεί τα συγκλονιστικά επιτεύγματα του Βυζαντινού Πολιτισμού. Η καταγωγή αυτών των επιτευγμάτων στην Αρχαία Ελλάδα είναι μια τόσο πληκτική συζήτηση, όσο και η συζήτηση για τα παιδιά που μοιάζουν στους γονείς τους, ισύχει δε γενικώς για όπου υπάρχει πνεύμα· και ως τέτοια αυτή η συζήτηση, ως οικουμενικός συντελεστής, μπορεί, όπως κάνουμε στην Άλγεβρα, ακόμη και να απαλείφεται, εφ όσον ο συνομιλητής δεν είναι εμμονικά και πεισματικά δύσπιστος και δύστροπος ή εντελώς αδαής.
Τα δε τεκμήρια πνευματικού και ηθικού μεγαλείου του Βυζαντινού Πολιτισμού σώζονται δια πάσαν επιστημονική απορία, παρά την τεράστια καταστροφή που επέφερε ήδη από τις πρώτες ημέρες της Άλωσης και για εκατονταετίες στη συνέχεια η επέλαση των Οθωμανών. Μια και υποσχέθηκα ότι θα είμαι σύντομος, περιορίζομαι στη φράση: όλα, μα όλα, όσα αποτελούν πνευματική και ηθική εξέλιξη ως μαρτυρία του Δυτικού Πολιτισμού με αφετηρία την Αναγέννηση, βρίσκονται στο Βυζάντιο ως ζώσα, εξελισσόμενη πραγματικότητα, με ονοματεπώνυμο, χρονικό και γενεαλογία, σχεδόν βηματικά από έτος σε έτος και από αιώνα σε αιώνα, σε μια ληξιαρχική ανασκόπηση από την ημέρα της Άλωσης μέχρι την ημέρα της ίδρυσης, την ημέρα, δηλαδή, για να μιλήσουμε, σχηματικά, μηχανιστικά, που το Βυζάντιο παραλαμβάνει τη σκυτάλη από τον Ελληνιστικό Πολιτισμό και άρα από τον Αρχαίο –αν ποτέ υπήρξαν τέτοιες μέρες στην Ιστορία! Τα ονόματα και οι διευθύνσεις είναι στη διάθεση παντός ενδιαφερομένου.
Τα ονόματα και οι διευθύνσεις, επαναλαμβάνω, είναι στη διάθεση παντός ενδιαφερομένου και δεν υπάρχει εδώ ο χώρος, ούτε έχει και κανένα νόημα να αναφερθούν. Αξίζει εντούτοις να γίνουν κάποιες, θα έλεγα, προειδοποιήσεις ενόψει γκάφας: Ένα ποίημα, ας πούμε του Ιωάννη του Δαμασκηνού ή του Ρωμανού του Μελωδού, όταν είναι αφιερωμένο στην Παναγία και πιθανόν ξενίζει διότι κεντάει κάποια κοσμικά αντανακλαστικά του αναγνώστη, δεν θα έπρεπε να θαυμάζεται εξ αυτού λιγώτερο ως Τέχνη από ό,τι ένα ποιήμα, ας πούμε του Πινδάρου που είναι αφιερωμένο στην Παλλάδα Αθηνά. Οι ανησυχίες ενός ιερωμένου για τη γλώσσα είναι ανησυχίες και όταν πρόκειται για τον Αρέθα και όταν πρόκειται για τον Έρασμο, αμφοτέρων ενδεδυμένων το σχήμα. Η εικόνα της Σταύρωσης είναι Ζωγραφική είτε πρόκειται για τον Πανσέληνο είτε πρόκειται για τον Τζιότο. Και εκείνο που έχει απολύτως μη εξαιρετέα σημασία για την Τέχνη είναι το ποιος προηγείται, γιατί αν συνθέσει σήμερα κάποιος κάτι σαν την Πέμπτη Συμφωνία του Μπετόβεν και μας το παρουσιάσει για δικό του, όσοι άσχετοι κι αν πάνε στο Μέγαρο και χειροκροτούν όρθιοι μέχρι το πρωί, εντέλει κάποιοι σοβαρότεροι θα βρεθούν να του κρεμάσουν κουδουνάκια. Κάποιοι που είναι σε θέση να γνωρίζουν τι είναι η έννοια «δικό μου» ή «δικό του» στην Τέχνη. Ομοίως στο πνεύμα κ.τ.λ.
Και μια τελευταία επισήμανση, προς όσους κατηγορούν το Βυζάντιο ως θεοκρατικό: υπενθυμίζω με κάθε σεμνότητα απλώς ότι το άκρως κοσμικό Δολάριο κοσμείται, όπως βλέπετε και στην εικονογράφηση, από τη φράση “In God We Trust”, και το ανασύρω στην επιφάνεια μια και ζούμε μέρες όπου συζητούμε πολύ για νομίσματα.
Εδώ είχαν εφεύρει μηχανισμό που αιωρείτο ο θρόνος στον οποίο καθόταν ο Βασιλεύς των Ελλήνων όπως τον αποκαλούσε περιφρονητικά ο Πάπας ή ο Αυτοκράτωρ κατά τους Βυζαντινούς, για να εντπωσιάζει τους πρέσβεις των άλλων χωρών και να ομοιάζει με Θεό. Δυστυχώς πρόκειται για υποτιμημένο πολιτισμό, και πρώτοι εμείς τον υποτιμούμε, οι οποίοι ήμαστε και βασικό θεμέλιο του. Η καραμέλα δε από ημιμαθείς, οι οποίοι διατείνονται ότι το Βυζάντιο ήταν η ταφόπλακα στον Ελληνικό πολιτισμό και πως ήταν μια περίοδος σκότους, είναι αφοπλιστική! Μια περίοδος 1100 χρόνων αυτοκρατορίας, πότε μεγαλύτερης και πότε μικρότερη εμβέλειας, μα ζωντανής, δεν μπορεί να είναι μόνο άβυσσος. Ε και τι να κάνουμε, και ο Ιουστινιανός έπρεπε κάπως να εδραιωθεί. Βέβαια ένα από τα μεγαλύτερα νομικά επιτεύγματα -ο Πανδέκτης- πραγματοποιήθηκε επί των ημερών του.
Είναι τεράστια η συζήτηση που μπορεί να γίνει για το Βυζάντιο. Και έπρεπε να καταστραφεί ολοσχερώς για να πάρει μπρος η Παπική Ευρώπη. Για να δούμε μήπως και η Ελλαδίτσα θα έχει την ίδια ακριβώς τύχη…
[…] https://sotosblog.wordpress.com/2012/05/29/%CE%B5-%CE%AC%CE%BB%CE%BB%CE%BF-%CE%B7-%CF%80%CF%8C%CE%BB%… Like this:LikeBe the first to like this post. […]
Παρακαλώ πολύ μπορώ να έχω τις διευθύνσεις και τα ονόματα;
Νομίζω ότι το link εδώ είναι μια καλή αρχή
Εάν από δικό μου ατόπημα ή ατελή διατύπωση το ανωτέρω αίτημά μου παρερμηνεύτηκε ώστε να αξίζει την συγκεκριμένη, χαριτωμένη υπερσύνδεση –με όσα πιθανά αυτή υπαινίσσεται- ζητώ συγγνώμη και σπεύδω να διευκρινίσω. Σ’ αυτό το δημόσιο βήμα θεωρώ ιδιαιτέρως χρήσιμες τις διευθύνσεις και τα ονόματα που στο κείμενό του με γενναιοδωρία θέτει στη διάθεση παντός ενδιαφερομένου ο πολύ αγαπητός μου συγγραφέας, και που μάλλον αφελώς εξέλαβα ως βιβλιογραφικές πηγές και ανάλογες, αξιόπιστες διαδικτυακές διευθύνσεις. Δεν θεωρώ μασημένη τροφή αυτή την προσθήκη, με την οποία, ο του αμφιθεάτρου ετούτου περαστικός ή κοινωνός, θα έχει άμεση πρόσβαση στα εν λόγω τεκμήρια. Δοσμένη, μάλιστα, από έναν ικανό γνώστη εμφορούμενο από την διάθεση να προσφέρει και να μοιραστεί τη γνώση του. Το αίτημά μου, συνεπώς, δεν είχε αποκλειστικά ως γνώμονα την προσωπική μου ανάγκη αλλά λαμβάνει υπ’ όψιν του αυτόν τον περαστικό που θα σταθεί και μπορεί να βοηθηθεί άμεσα ώστε να μην πελαγοδρομεί στη χρονοτριβή των αναζητήσεων. Με αγάπη επισημαίνω ότι ο κατάλογος της υπερσύνδεσης είναι γνωστή και διόλου αμφισβητήσιμη πηγή αλλά πόσο βοηθάει τον μη ενημερωμένο ή στρεβλά πληροφορημένο ταξιδιώτη του διαδικτύου;
Χαίρομαι που εκτιμάς την πλάκα. Πέρα από την πλάκα όμως, υπάρχει σε αυτή την υπερσύνδεση κι ένα πικραμένο «άσε μας ρε Μωραϊτισσα» το οποίο αδειοδοτεί ένα μακρύ τσουρούφλισμα από τη γενικευμένη αδιαφορία και την αμεριμνησία από τη μία, καθώς και από τη συστηματική επιχείρηση από πλευράς όσων ψωμίζονται στην άλλη μεριά από την, κατά συνέπεια, κραταιά άποψη. Τα όπλα τους πολλά και ποικίλα. Εάν τύχει δε να συμβεί και η πλάστιγγα γείρει καμιά φορά σε βάρος τους, αφυπνίζονται πρώτοι, αρπάζουν τη προσφορά σου και τη κάνουν λάβαρό τους, δικό τους! Στο όνομα της γνώσης θα μπορούσε αυτό και να μην πειράζει, αν δεν γνωρίζαμε ότι ένα καλό λάβαρο σε κακά χέρια γίνεται ένα κακό λάβαρο.
Ας υπερβούμε, ωστόσο, όλα αυτά και ας παραπέμψουμε σε μια πραγματικά καλή αρχή: Γ. Ιωαννίδης «Το Αλλο Βυζάντιο». Όχι για τον περαστικό -όλοι περαστικοί είμαστε. Ούτε για τον έναν -από ό,τι είδες, αυτόν τον ένα δεν είναι για να τον ψάχνεις αλλού: έχει πράγματι όνομα και διεύθυνση και είσαι εσύ. Όχι λοιπόν για τον ένα -ούτε καν γι αυτόν. Αλλά από ηθική υποχρέωση προς τα τόσα που οφείλω στο συγγραφέα, και γιατί είναι ένα πολύ καλό βιβλίο. Μη μου ζητήσεις, όμως, να γράψω πού μπορεί κανείς να το βρει ή ίσως να το αγοράσω κιόλας σε στοίβες και να το δίνω προσφορά στους αναγνώστες μου ή, ακόμη καλύτερα, να το εκφωνήσω σε ηχογράφηση, ώστε να μπορεί κανείς να το ακούσει σαν νανούρισμα πριν κοιμηθεί ή ακόμη και αφού κοιμηθεί, για να νιώθει ότι υπάρχει κοντά του ανθρώπινη παρουσία και να μη φοβάται το σκοτάδι. Από ηθική υποχρέωση, λοιπόν, κι εκτίμηση. Αλλά και για το μέλλον, όταν πια δεν θα χρειάζεται να κοπιάζει κανείς για να μάθει: απλώς θα πατάει ένα κουμπί, ένα κουμπί που θα αντιστοιχεί σε μια υπερσύνδεση.
Να σε είχα από μια μεριά να σου σκάσω 12 σταυρωτά φιλιά κι ας με παρεξηγήσει όποιος θέλει. Να ήξερες πόσο συμμερίζομαι την πίκρα σου, πόσο με καίει κι εμένα αυτό το τσουρούφλισμα, πόση συντριβή υπάρχει μέσα μου για τα αυτονόητα γνωστικά μονοπάτια που κι εγώ ως παιδί στερήθηκα λόγω της «γενικευμένης αμεριμνησίας», για να μην πω εσκεμμένου σχεδίου τύφλωσης. Κι όταν αναφέρομαι στον περαστικό του διαδικτύου έχω αυτόν τον καημό κατά νου και, θέλεις με πιστεύεις θέλεις όχι, κυρίως έχω στο νου μου τα νέα παιδιά που μεγαλώνουν στον γρήγορο κόσμο της υπερσύνδεσης. Έχω επίσης στο νου μου ότι εκεί που μας καταντήσανε το βιβλίο έχει γίνει απρόσιτο ακόμα και σ’ εκείνον που το λαχταράει όσο ελάχιστα άλλα στη ζωή του. Να μη σου πω, δηλαδή, για τη φωτιά που μου άναψες με το λεξικό της Αμαλίας Μεγαπάνου; Κόβω από δω, κόβω από κει και στο τέλος μου κόβουνε το ρεύμα. Ευτυχώς έχω μεριμνήσει για κεριά και πάντα υπάρχει ακόμα ο Ελληνικός Ήλιος. Καμία διάθεση μιζέριας. Απλή, καθημερινή εμπειρία και κοινός τόπος πολλών ανθρώπων μας. Όχι καρδούλα μου, δεν θα σου ζητήσω να διαλαλήσεις τη γνώση σαν σε τιμή ευκαιρίας πραμάτειες που απευθύνονται στο ράφι και όχι στην ψυχή και στον εγκέφαλο. Σου ζητώ όμως να μοιράζεις απλόχερα τους σπόρους της γνώσης σου, σ’ αυτό το απέραντο χωράφι του διαδικτύου, έχοντας τη βεβαιότητα ότι κάποια στιγμή, σε κάποια γωνιά θα βρει το κατάλληλο έδαφος για να βλαστήσει και να καρπίσει, έναν που θα σ’ ευγνωμονεί. Έτσι όπως ένιωθε και έπραξε ο Ρήγας: «Οθεν αφορώντας ο σκοπός μου εις το να ωφελήσω το γένος μου, …, έπρεπε να το εκθέσω με σαφήνειαν όσον το δυνατόν, οπού να το καταλάβουν όλοι, και να αποκτήσουν μίαν παραμικράν ιδέαν της ακαταλήπτου φυσικής». Και έχει πολλή μεγάλη σημασία από ποιον προέρχεται η γνώση! Δεν έχεις εσύ να ανησυχείς για την κακομεταχείριση της «άλλης πλευράς»… Είσαι σε ελεύθερο, καθαρό ουρανό όπου τα εδώ κι εκεί συννεφάκια απλώς αντιπαλεύουν την πλήξη του καταγάλανου. Και να μου επιτρέψεις που και που, στο μέτρο των ταπεινών μου δυνάμεων, να πετάω κι εγώ μια «δήθεν αστραπούλα» για την εξόρυξη χρυσού απ’ τα μεταλλεία σου.
λεωφόρος Ηρακλείου, Περισσός. Μια πολύ καλή διεύθυνση. Εκεί έχουν αποτιμήσει τη συνεισφορά του βυζαντινού κεφαλαίου στην ανθρωπότητα.
Και συγγνώμη για το περίσσιο θράσος μου…
Nα υπενθυμίσω απλά ότι ο ανθενωτικός Γεννάδιος Σχολάριος-κατά κόσμο Γέώργιος Σχολάριος – τον οποίο ο Μωαμεθ ο Πορθηττής ΑΝΤΑΜΕΙΨΕ ΔΕΟΝΤΩΣ, ανέμενε την έλευση της ” Δευτέρας Παρουσίας¨¨γύρω στο 1500 μΧ .
Με την ιδια ανυπομονησία ο οικοδεσπότης αυτής της Ιστοσελίδας περιμένει την έλευση της Δημοκρατίας στη σημερινή Ελλάδα
Της ” Δημοκρατίας σκέτο¨ φυσικά !!!’
Ας έφθανα το νυχάκι του «Πατριάρχου των του Χριστού Πενήτων», μόνος τίτλος τον οποίον απεδέχθη και βέβαια αφού έπεσε η Πόλη, επαναλαμβάνω αφού έπεσε, από τον Πορθητή, τον οποίον κατέστησε, στη συνέχεια, «ενωτισθέντα και πληροφορηθέντα τα περί της αληθούς πίστεως των χριστιανών, εν αμφιβολία περί της εαυτού»… Ας το έφθανα και ας χανόμουν στην τύρβη των ψευδαισθήσεων και για τη Δημοκρατία και για τη Δευτέρα Παρουσία.
Ή μήπως βρήκαμε τον ένα, «αυτός είναι, νάτος, νάτος ο υπεύθυνος, σταύρωσον αυτόν που εάλω, επειδή αυτός, αυτός εμπόδισε την Ένωση, αυτή, αυτή θα μας έσωζε, είναι βέβαιον, οι Ευρωπαίοι, ναι, ναι, είχαν συμφωνήσει, ναι, ο Νικόλαος, ναι και ο Νικόλαος, όλοι, ήταν έτοιμοι, γιατί αργείτε, γρηγορείτε, ναί, να τις πταίει, να τι πταίει, το βρήκαμε, τι Πατριάρχης και κουραφέξαλα, τι Σχολάριος και τρίχες του τραγόπαπα, Κουρτέσιος, Γεώργιος Κουρτέσιος, ας δείξει λίγο κούρτεσυ, αυτός και οι όμοιοί του και τότε και τώρα!»
Τι άλλο να πώ τώρα: Ουδέν Σχόλιον!
Έτσι απλά …..¨ΣΚΕΤΟ¨!!!!!!!
(Χιλια συγνώμη και πάλι και με πολύ αγάπη ΠΑΝΤΑ !!!)
Γνωρίζοντας το πνεύμα σου, πίστευα ότι θα έλεγες «ουδέν σχολάριον», όχι «ουδέν σχόλιον»… Σιγά μη διακινδυνεύσω την αγάπη σου για τα μούσια του.
Δεν είναι απαραίτητο να περιφρονείς «τα συγκλονιστικά επιτεύγματα του Βυζαντινού Πολιτισμού» για να δέχεσαι τον Παρθενώνα ως υψηλότερο αρχιτεκτονικό επίτευγμα απ’ οποιοδήποτε ακολούθησε. Είναι αρκετό να αναγνωρίζεις την καταλυτική και -για την ώρα τουλάχιστον- ανυπέρβλητη υπεροχή του αρχαίου ελληνικού μεγαλείου όπως αυτό κορυφώθηκε στην κλασική Ελλάδα. Και κορυφώθηκε με τρόπο τέτοιον ώστε να αποτελεί το πρωτότυπο του οποίου ότι κι αν ακολούθησε δεν είναι παρά αντιγραφές, παραλλαγές, αναπαραγωγές που μιμούνται και αλλοιώνουν το πρωτότυπο χωρίς να κατορθώνουν ποτέ να το φτάσουν. Τα δε σποραδικά δείγματα κορυφαίας τέχνης δεν αποτελούν ικανά τεκμήρια για μια συλλογική αποτίμηση της προσφοράς ενός πολιτισμού. Το αριστοτεχνικά διατυπωμένο αυτό άρθρο έχει κερδίσει ταυτόχρονα τον θαυμασμό, τον προβληματισμό και την αμφισβήτησή μου. Τα δύο τελευταία περισσότερο με τις απουσίες και λιγότερο με τις καταθέσεις του. Θα διακινδυνεύσω την πιθανότητα να χαρακτηριστώ εκτός θέματος από τον αγαπημένο μου συντάκτη και την εκλεκτή παρέα των σχολιαστών για να σημειώσω ότι το μείζον ζήτημα που μένει μετέωρο και γύρω απ’ το οποίο μαίνεται η διαμάχη στην ενδοχώρα δεν είναι η ελληνικότητα του Βυζαντίου όπως εδώ διατυπώνεται. Το κυρίαρχο ζήτημα που απασχολεί την διαμάχη είναι η νοθεία στο Βυζάντιο εκείνου που έχει καταστερίσει ως ΕΛΛΗΝΙΚΟ η κλασική Ελλάδα. ΕΛΛΗΝΙΚΟ, δε, η καλλιέργεια του ενδημικού σπόρου της ΓΝΩΣΗΣ που συρρικνώθηκε τραγικά από την υπέρμετρη καλλιέργεια του εισαγόμενου υβριδίου της ΠΙΣΤΗΣ. Και αυτή η επιμονή στην καλλιέργεια του υβριδίου φέρει μεγάλο μέρος της ευθύνης για την σημερινή μας εθνική σχιζοφρένεια και κρίση ταυτότητας.
Αγαπημένη μου Μωραϊτισσα.
Ο Παρθενώνας δεν είναι κάτι αφηρημένο, παρά μόνο για όσους έχουν λόγους να τον χειρίζονται ως αφανές, μεταμφιεσμένο θρησκευτικό σύμβολο, όχι του Δωδεκάθεου, αλλά θρησκευτικό σύμβολο της… σύγχρονης ορθολογικής ανεξιθρησκείας. Ο Παρθενώνας, όπως σωστά παρατηρείς και εις ό,τι μας αφορά, είναι ένα Αρχιτεκτονικό έργο και ως τέτοιο θεμελιώνει τη βάση γύρω από το θαυμασμό μας γι αυτό. Πέρα από αυτό, ό,τι αυτός συμβολίζει κι εκπροσωπεί ως αντικείμενο θαυμασμού συνιστά ένα σύνολο ομοίως συγκεκριμένων πραγμάτων πέραν της Αρχιτεκτονικής, όπως κι εκείνος είναι Αρχιτεκτονικά συγκεκριμένος.
Η Αρχιτεκτονική είναι Τέχνη και κάθε Τέχνη είναι αξεπέραστη, όταν είναι υψηλή, όταν μιλάμε για αριστουργήματα. Αξεπέραστη στην εποχή της. Κάθε αριστούργημα αναδεικνύεται στην εποχή του και καταλίπεται ως τέτοιο για πάντα. Η Επιστήμη πάντα ξεπερνιέται, η Τέχνη ποτέ. Δεν έχουμε αδυναμία σήμερα να φτιάξουμε τον Παρθενώνα, απλώς δεν έχει κανένα νόημα. Όπως δεν έχει νόημα να ξαναφτιάξουμε τη Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας, δαπανώντας ασύλληπτα ποσά, στην εποχή, λ.χ., του Διαδικτύου και του e-book. Κι όμως, έγινε κι αυτό πριν από λίγα χρόνια κι εγκαινιάσθηκε μες τη φανφάρα, μόνο και μόνο για να καταλάβουμε πόσο ανόητο ήταν, πόσο φαραωνικό, όσο και το καθεστώς που την έφτιαξε, αν κρίνω από το τι επακολούθησε εκεί και μένει ακόμη να επακολουθήσει… Δεν έχει νόημα να προσπαθεί να φτιάξει σήμερα ένας γλύπτης τον Ερμή του Πραξιτέλη, ανεξαρτήτως ικανοτήτων του. Τα δε πρωτότυπα είναι μόνον για να αλλιώνονται, διαφορετικά η Τέχνη θα πεθάνει -έχεις κάνει ποτέ Τέχνη, όποια Τέχνη, για να το συνειδητοποιήσεις;
Τώρα, αν, υπό μιαν άλλη έννοια, ο σημερινός Γλύπτης τον Ερμή εντέλει φτιάχνει, αυτό αφορά μια άλλη συζήτηση: Όταν κάποτε ρωτήθηκε ο Arnold Schoenberg γιατί δεν γράφει όπως παληά, όπως τότε, δηλαδή, που υποτίθεται ότι καταλαβαίνανε το έργο του, εκείνος απήντησε «μα αυτό κάνω, απλώς δεν το καταλαβαίνετε». Επαναλαμβάνω, λοιπόν, ό,τι υποστήριξα και στο άρθρο μου: η συζήτηση για το Ελληνικό πνεύμα με αυτούς τους όρους είναι μια τόσο πληκτική συζήτηση, όσο κι εκείνη για τα παιδάκια που μοιάζουν στους γονείς τους. Και μπορεί ως κοινός συντελεστής ακόμη και να απαλείφεται, όπως κάναμε με τους κοινούς συντελεστές στην Άλγεβρα της Α’ Γυμνασίου, εκτός, βέβαια, αν ο συνομιλητής είναι επίμονα και πεισματικά δύστροπος ή εντελώς αδαής.
Ο πρότερος Αρχαίος Έλληνας Γλύπτης φτιάχνει τον Κούρο μόνο με το πόδι λίγο μπροστά και φέρνει επανάσταση, αλλά δεν μπορεί να φτιάξει ακόμη τον Ερμή του διαδόχου του, Πραξιτέλη, γιατί δεν ξέρει ακόμη πώς θα καταφέρει να μην σπάσουν τα χέρια από το βάρος. Ο διάδοχος γλύπτης βρίσκει τη λύση για τα χέρια, μια και το προηγούμενο πρόβλημα δεν τον απασχολεί, αφού το το έχει λύσει για λογαριασμό του ο προηγούμενος. Ο Αρχαίος Έλληνας Αρχιτέκτονας φτιάχνει τον Παρθενώνα και όχι την Αγιά Σοφιά, όχι επειδή του αρέσουν οι ευθείες και όχι οι καμπύλες, αλλά επειδή δεν μπορεί να φτιάξει την Αγιά Σοφιά. Για την ακρίβεια ούτε που του πάει ο νους!
Οι καμπύλες του Τρούλου δεν είναι τεκμήριο Πίστης, όπως την εννοείς, σε αντίθεση, λ.χ., με τα τρίγωνα των αετωμάτων που τάχα μου είναι τεκμήρια Γνώσης. Αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα.Και κυρίως να προσέχουμε να μην κατηγορούμε την Πίστη, νομίζοντας ότι την ανακαλούμε στο πραγματικό μέγεθός της, ενώ ουσιαστικά αντικαθιστούμε την μία πίστη με μιαν άλλη, εν προκειμένω -αν καταλαβαίνω καλά τι μου λές- την πίστη στο Θεό με την πίστη στην Έρευνα, στη Γνώση. Δεν έχω αντίρρηση να συζητούμε για το Θεό και να διερωτώμεθα, αλλά να μην τον αρνούμεθα απλώς αντικαθιστώντας τον ασυναίσθητα με έναν άλλο, τάχα μου με άλλο όνομα, νομίζοντας ότι κάτι πετύχαμε. Διότι δεν υπάρχει έρευνα που να μη ζητεί τη γνώση με απώτερο στόχο κι ευχή να οδηγηθεί στο Ένα, στη μία αιτία κι εξήγηση του υπο έρευνα φαινομένου. Και ως αιτία κι εξήγηση όλων των φαινομένων στο Θεό. Θέλεις εσύ να το πεις Υπερχορδές; Πες το. Θέλεις να το πεις το Σωματίδιο του Τάδε ή του Δείνα; Πες το. Θέλεις να το πείς αλλιώς; Πες το. Πες το όπως θες. Α, και πού ‘σαι; Δεν τα λέω εγώ αυτά. Ο Σωκράτης τα λέει.
Αγαπημένη μου Μωραϊτισσα,
Η Πίστη δεν αποκλείει τη Γνώση ούτε το αντίστροφο. Αν η ιστορική εμπειρία σου/μας είναι δυσάρεστη, μην συγχέεις την Πίστη με τη Θρησκεία. Και λάβε υπόψη σου ότι στον τόπο μας η Πίστη πήρε τη στεγανή της μορφή, όταν ως Αυτοκρατορία η Ελληνιστική Ελλάδα και το Βυζάντιο είχαν την ανάγκη της συνοχής και της υπεράσπισης του εαυτού τους απέναντι σε αλλεπάλληλους εισβολείς κι επιβουλείς, που ήταν οργανωμένοι σε ενιαία πίστη ως διακριτό στοιχείο της ταυτότητάς τους -οι συνέπειες που θα είχε αυτό στην άλλη, τη δική μας πλευρά μου φαίνονται αναμενόμενες. Η συνέχεια αυτού, το Μέρος 2ον ή 3ον μέχρι και σήμερα, δεν έχει να κάνει με την Πίστη, αλλά με την οργάνωση και διαχείριση της Πίστης και τη λατρεία ως εκμετάλλευση του θρησκευτικού συναισθήματος. Και γι αυτό το ζήτημα η Πίστη δεν φταίει σε τίποτε. Μάλιστα, νομίζω, ότι αν κάποιος φταίει γι αυτό, είναι μάλλον η Γνώση, ή μάλλον η Άγνοια.
Να συμπληρώσω, επίσης, κάτι που θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό: τα δείγματα του Βυζαντινού Πολιτισμού όχι μόνο δεν είναι σποραδικά, αλλά ευτυχώς είναι τόσα και τέτοια, που χάρη σε αυτά μπορούμε να αποκρυπτογραφήσουμε σπαράγματα και μυστήρια του Αρχαίου Ελληνικού κόσμου, κάποια συγκριτικώς πολύ πιο σποραδικά, τα οποία χωρίς το Βυζάντιο θα ήταν καταδικασμένα να παραμείνουν ανεξιχνίαστα. Π.χ., λίγα θα γνωρίζαμε για την Τραγωδία, αν δεν υπήρχε το Θείο Δράμα. Θα γνωρίζαμε περίπου ότι και ο Γαλιλαίος, πατέρας του Γαλιλαίου (Galileo Galilei), ο οποίος χάρη στα εκ Πόλεως χειρόγραφα προσπάθησε ο φουκαράς να την ανασυνθέσει στην Αυλή των Γκονζάγκα κι έτσι γεννήθηκε η Όπερα. Ή θα γνωρίζαμε περίπου ό,τι και οι Ενετοί εννόησαν από αυτήν ως καρναβάλι με μάσκες, μαγνητίζοντας σήμερα εκατομμύρια τουρίστες και τηλεοπτικές κάμερες για το κατά τα άλλα αυθεντικό τους αυτό δημιούργημα και μέχρις εκεί. Και καλά για την Τραγωδία που σώζονται, όπως σώζονται, τα κείμενα. Για τη Μουσική; Τίποτε, μα τίποτε δεν θα γνωρίζαμε για την Αρχαία Ελληνική Μουσική -κι άσε διάφορους πονηρούς να καμώνονται τους ειδικούς- αν δεν υπήρχε η Εκκλησιαστική μας μουσική παράδοση, ώστε να έχουμε κάποιες βάσιμες υπόνοιες για τη μορφή της. Νομίζεις ότι αρκούν οι παραστάσεις στα αγγεία και η γνώση της σημειογραφίας για να υποκαταστήσουν το κασετόφωνο; Δηλαδη, αρκεί, πιστεύεις, να έχουμε το Λεξικό της Οχφόρδης και πενήντα γκραβούρες για να καταλάβουμε το έργο του Σαίξπηρ; Όχι. Ε, άλλο τόσο για την Αρχαία Ελληνική Μουσική. Πειράζει; Δεν πειράζει. Πετάμε έξω το «ηδυσμένω λόγω» και καθαρίσαμε. Έτσι μπορούμε, μάλιστα, να ανεβάζουμε και την Τραγωδία όπως γουστάρουμε. Τη δε κωμωδία, ακόμη πιο εύκολα… Ιδού που σου έκανα κι ένα συνδυασμό του προβλήματος της Τραγωδίας μετά… Μουσικής. Προσοχή: της Μουσικής ως κεντρικής, της κεντρικότερης αγωγής εντός της Αρχαίας Ελληνικής Παιδείας, παρακαλώ. Ναι, ναι, ξέρω δεν εννοούσαν αυτό λέγοντας Μουσική. Κι εγώ δεν ξέρω τι εννοείτε όταν λέτε τι εννοούσαν… Αυτά θα αρχίσουμε; Αν θες βάζω κι άλλα στο συνδυασμό Τραγωδίας και Μουσικής.
Νομίζεις ότι το Βυζάντιο απλώς μας φωτίζει για το Αρχαίο Ελληνικό Μεγαλείο; Εντάξει. Τότε θα πετάξω κι εγώ στα σκουπίδια την Τέχνη της Φούγκας και τις Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ που γεννήθηκαν από το Βυζάντιο και θα δικαιώσω έτσι άθελά μου την εξής ανοησία: Ο Μεγάλος Ελληνικός Πολιτισμός κάποτε κοιμήθηκε και ξύπνησε χάρη στην Ευρώπη που είναι τώρα και ο αντάξιος διάδοχός της, που προσπαθεί όσο μπορεί. Και μάλιστα από φιλευσπλαγχνία και φιλελεήμονα συναισθήματα, ε, δεν μπορεί να μη δώσει και μια χείρα βοηθείας σε αυτό το ταλαίπωρο και φαντασμένο υπόλειμα που για κάποιο λόγο κατοικεί εκεί όπου μεγαλουργούσαν οι Αρχαίοι και ας έχει για επίτευγμά του τους ξηρούς καρπούς Καρδασιλάρη, το Ρέμο και τα αλλαντικά Υφαντής! Σ’ αρέσει; Φάτο! Και θα πετάξω και το ψυγείο μου και θα πίνω νερό από Αιγινήτικο λαγήνι. Κι όταν πάθει κάτι το παιδί μου, θα τους απαγορεύσω να του κάνουν αξονική τομογραφία και θα το στείλω να κάτσει λίγες μέρες στην Επίδαυρο, στο Ασκληπείο. Κι όταν θα βλέπω το φεγγάρι, καθόλου δεν θα με ενδιαφέρει που πάτησε εκεί ανθρώπινο πόδι, αλλά θα πηγαίνω εκείνο το ίδιο βράδυ στα Κυκλώπεια Τείχη της Σαμοθράκης να καβειριάζομαι, νομίζοντας ότι βρίσκομαι σε έκσταση για λόγους άσχετους προς το τσιγαριλίκι που θα έχει προηγηθεί!.. Στη δε Σαμοθράκη θα πάω, βεβαίως, με τριήρη, αν φτάσω… Γιατί, αν πάω στην Αλεξανδρούπολη με αεροπλάνο, θα πρέπει να ανεχθώ κατά το ταξίδι χαζές κινηματογραφικές ταινίες του ραδιούργου βρωμοχόλιγουντ, δεδομένου ότι για τα αεροπλάνα θεωρείται αρκετά βαρύς ως διακόσμηση ο Ερμής του Πραξιτέλη, ώστε να τον θαυμάζω εν πτήσει, αυτόν ή κάτι αντίστοιχο αυτού που, τέλος πάντων, δεν θα αλλιώνει το πρωτότυπό του -εκτός αν ήταν ένας πλαστικός Ερμής για τις ανάγκες μας, οπότε θα είχαμε άλλα προβλήματα, άλλες συζητήσεις, αλλες καταθέσεις και άλλες παραλείψεις…
Και κάτι τελευταίο: Στην ενδοχώρα λες, τίθεται αλλιώς το πρόβλημα. Μα, αυτά που γράφω που φαντάζεσαι ότι τα συναντώ, στο Εξωτερικό; Στην ενδοχώρα τα συναντώ. Και από πολύ επίσημα και σπουδαία, βαρύγδουπα θα έλεγα, χείλη! Που χαίρουν πολύ μεγάλης εκτίμησης κι έχουν εξ αυτής πολύ μεγάλες βλέψεις. Αλλά κι έξω από εδώ να ήταν -που είναι, για να τα φέρνουν από κει αμάσητα οι σοφολογιώτατοι φραγκολεβαντίνοι εδώ- τι μ’ αυτό; Όταν, μάλιστα, είναι πεποίθησή τους εκεί, κι εν μέρει πεποίθησή μας εδώ, ότι εκεί τα δικά μας τα γνωρίζουν αυτοί εκεί από εμάς καλύτερα εδώ.
Δυστυχώς, είναι και τούτο το τελευταίο εν πολλοίς μια σκληρή, αλλά μεγάλη αλήθεια. Τόσο μεγάλη, σκληρή, κωμική και τραγική συνάμα αλήθεια, όσο το ακόλουθο ανέκδοτο -γιατί μάλλον ανέκδοτο είναι παρά, όπως λες, κάποια εθνική σχιζοφρένεια και κρίση ταυτότητας: -Με συγχωρείτε. -Παρακαλώ. -Μήπως γνωρίζετε πού είναι το απέναντι πεζοδρόμιο; -Μα, απέναντι. -Δεν μπορεί, γιατί εκεί ήμουν και με στείλανε εδώ.
Αυτά.
Τι να ψελλίσω, να τραυλίσω τώρα εγώ, το ισχνό ρυάκι, μπροστά σ’ ετούτο το ορμητικό ποτάμι; Καθόλου εύκολος ο πόλεμος των λέξεων μαζί σου, εκτός κι αν έχει προαποφασίσει κάποιος να κερδίσει χάνοντας. Έχεις το χάρισμα να απλώνεις τα νοήματα, να τα κάνεις πολυδιάστατα, να τα αδειάζεις από ένα περιεχόμενο για να τους δώσεις ένα άλλο, ενίοτε να τα αντιστρέφεις έτσι που κάποιος να νιώθει ότι πατάει σε κινούμενη άμμο, χωρίς μάλιστα να σου βρίσκει αστοχίες. Κι αυτό πολύ ζορίζει την ταλαίπωρη ύπαρξή μου που είναι τύπος γραφής δωρικός (συνοπτικός, αλλιώς). Θα προσπαθήσω να κόψω δρόμο με λίγες επιγραμματικές τοποθετήσεις γιατί δεν έχει νόημα να σε παραφορτώνω, αφενός με ότι σου είναι πληκτικό, αφετέρου μ’ εκείνα που συμφωνώ ή είναι δευτερεύοντα.
Για αρχή όμως θέλω να εξηγήσω ότι: για μένα, όσα ακολούθησαν το απόγειο της κλασικής Ελλάδας και της οποίας σύμβολο είναι ο Παρθενώνας, είναι όλα πορεία απόσβεσης φωτός, πορεία «προς το σκοτάδι» που μάλλον κανείς δεν ξέρει ποιο θα είναι το τέλος και αν θα υπάρξει ποτέ μια νέα αρχή. Υπό αυτό το πρίσμα έτσι βλέπω και τους Ελληνιστικούς, τους Ρωμαϊκούς, τους Βυζαντινούς, τους νεότερους χρόνους μας.
Σε ότι αφορά τον Παρθενώνα: Το «Οι καμπύλες του Τρούλου δεν είναι τεκμήριο πίστης σε αντίθεση με τα τρίγωνα των αετωμάτων που τάχα μου είναι τεκμήρια γνώσης», έτσι όπως το εννοείς και αν σωστά το έχω καταλάβει μάλλον δεν θα διαφωνήσω. Είμαι βέβαιη όμως ότι εσύ ειδικά καλύτερα από μένα γνωρίζεις πόσο πολυσήμαντες είναι οι αρχιτεκτονικές επιλογές κάθε εποχής και πόσα μαρτυρούν για τις αξίες, τις συνθήκες, τη ζώσα πραγματικότητά της. Επίσης, δεν είναι καθόλου αμελητέο το γεγονός ότι μόνο με τα μέσα της δικής μας εποχής κατάφερε η ανθρωπότητα να αποκαλύψει τα μυστικά του Παρθενώνα, δαπανώντας μάλιστα ασύλληπτα ποσά και 30 χρόνια έρευνας, αν τελικά τα αποκάλυψε όλα. Προσθέτω εδώ μια υπερσύνδεση αν και υπάρχουν καλύτερες πηγές. (Για τον περαστικό του αμφιθεάτρου που λέγαμε γιατί ξέρω ότι εσύ δεν το χρειάζεσαι. Για να δει αν τελικά και πόσες ευθείες υπάρχουν στον Παρθενώνα.). (http://www.youtube.com/watch?v=LFbM3D4AU1U&feature=related).
Σε ότι αφορά την Πίστη. Όχι δεν εννοώ την πίστη στο Θεό. Εννοώ ότι το «πίστευε και μη ερεύνα» επικράτησε του «ερευνάται τας γραφάς». Εννοώ ότι η παντοδυναμία της θρησκείας στο Βυζάντιο διατάραξε την ιδανική ισορροπία μεταξύ Πίστης και Γνώσης του κλασικού κόσμου. Και εννοώ ότι η Θρησκεία υπερίσχυσε της Πολιτείας. Και θέλει προσοχή εδώ γιατί μιλώ για τον λαό, τη συλλογική μας στάση και όχι για την πεφωτισμένη ελίτ. Για τον οποίο λαό η Παλαιά Διαθήκη έγινε το οικείο αλφαβητάρι που εξόρισε τον Πλάτωνα και τον Θουκυδίδη.
Για τον Θεό: Πώς σου φαίνεται η ρήση του Λιαντίνη:
«Όποιος πιστεύει στο Θεό έχει μέσα του έναν νεκρό Θεό. Όποιος δεν πιστεύει στο Θεό έχει μέσα του έναν νεκρό άνθρωπο. Όποιος πιστεύει αλλά και δεν πιστεύει στο Θεό έχει μέσα του ζωντανό το νόμο της φύσης. Απλά, καταληπτά, και στα μέτρα του ανθρώπου ζει το θαύμα του κόσμου».
Για να μην παρεξηγηθούν οι τοποθετήσεις μου, δεν χαρίζω σε κανέναν έστω και ψίχουλο της ιστορικής μας πορείας, της ταυτότητας, των ανά τους αιώνες πολιτισμούς μας. Και υποκλίνομαι με σεβασμό και θαυμασμό τόσο στα μεγαλεία όσο και στα πάθη μας. Αλλά εσύ που γνωρίζεις πολύ καλύτερα από τέχνη απ’ όσο εγώ δεν θα μου αρνηθείς, ελπίζω, ότι ο μεγάλος καλλιτέχνης στην πορεία του έχει ένα αξεπέραστο ζενίθ όσο σημαντική κι αν είναι όλη η διαδρομή του. Και να επιλέγω τελικά να έχω στο προσκεφάλι μου αυτό το ζενίθ σαν οδηγία ζωής και αναγνωστικό μόνο και μόνο γιατί το προσωπικό ρολόι της ζωής μου δεν φτάνει όχι να το εξαντλήσω αλλά έστω και υποφερτά να το προσεγγίσω.
Ακόμα: Η ανάγκη να επιστρέφουμε διαρκώς στο αρχαίο πρωτότυπο, όσο πίσω γίνεται αλλά κυρίως στους προσωκρατικούς και κλασικούς χρόνους, προκύπτει ως καθαρτήρια τελετουργία στις πηγές και τις ρίζες μας για την απαλλαγή μας από τις μοιραίες εκφυλιστικές εμφανίσεις της εξελικτικής πορείας. Στο νόημα, όχι στο γράμμα. Όπως, συμβολικά, η Ήρα επέστρεφε ξανά και ξανά στην Κάναθο πηγή για να ανακτήσει την παρθενιά της. Και η τραγική ειρωνεία που μας κληροδότησε η ελληνική αρχαιότητα είναι ότι δεν θα ανακαλύψουμε ίσως ποτέ ξανά κάτι καινούργιο με την έννοια εκείνης της παρθενογένεσης. Μας άφησε όμως τη δυνατότητα να ξαναπούμε το «παλιό» μ’ έναν καινούργιο τρόπο και να το αλλοιώνουμε για να μη μένουμε άεργοι.
Τα παρατράγουδα και οι γελοιότητες της ενδοχώρας είναι συνέπεια του ραγιαδισμού και της απίστευτης κακοποίησης της Παιδείας μας κι αυτό εννοώ όταν λέω κρίση ταυτότητας και εθνική σχιζοφρένεια. Το αποκαμωμένο, λερωμένο ράσο από τη μια και η «ανάσταση» του κακοραμμένου, νάϋλον χιτώνα από την άλλη. Και τα δύο ως καλύπτρες μιας τοξικής παχυσαρκίας και πνευματικής ασυναρτησίας. Θα υπήρχαν αυτά αν υπήρχε ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ; Θα τολμούσαν, θα μπορούσαν οι μέσα και οι έξω πονηροί και αδαείς να σπείρουν τη σύγχυση αν αυτό το φρούριο είχε σωστά δομικά υλικά και κατασκευή; Και φταίει ο λαός μας, το μικρό παιδί γι’ αυτά; Άσε τα βαρύγδουπα χείλη να κρώζουν και να παραμιλάνε. Εσύ, εγώ, όποιος μπορεί και όσο μπορούμε, το έργο της αλήθειας μας… Που είναι τέτοια γιατί είναι αγαθή η πρόθεση χωρίς καμία σκοπιμότητα πίσω, δίπλα της, ολόγυρά της.
Ετούτα τα ολίγα με την επανάληψη πως δεν μου διαφεύγει ότι σου είναι κουραστικά όπως δεν μου διαφεύγει και η ρήση στην κορωνίδα του blog. Αλλά κάπως έπρεπε να ανταποκριθώ και στον κόπο που σε υποχρέωσα και στην τιμή των πεποιθήσεών μου. Κατά βάθος δεν ξέρω καν αν διαφωνούμε… Πολύ σ’ ευχαριστώ και πολύ σε αγαπώ για τις επιστροφές, τα δώρα, την υπομονή σου. Δηλώνω κατά κράτος ηττημένη και πανευτυχής. Κοίτα τα λάφυρά μου!
Και κάπου μέσα στις πιθανότητες κράτα και το Αιγινήτικο λαγίνι με το οποίο ίσως χρειαστεί να σε κεράσω μωραϊτικο νεράκι από την Κάναθο πηγή, όταν θα μας έχουν κόψει το ρεύμα.
Ευχαριστώ για την απάντηση, την, απ΄ ό,τι βλέπω, διόλου Δωρική ή συνοπτική. Το αντιπαρέρχομαι.
Υπάρχουν σημεία που με κάνουν με κάθε σεμνότητα να σου ζητήσω να προβληματίζεσαι για ορισμένα θέματα:
1. Η κατάδυση μέσα από την επιφάνεια των συμβόλων -γραμμές, τρίγωνα, τετράγωνα, πεντάγωνα, εξάγωνα, ό,τι θες- σε ένα έργο Τέχνης γίνεται πάντα μόνο με προσωπική ευθύνη του δύτη κι εν τέλει μαρτυρεί πιο πολλά γι αυτόν παρά για το έργο Τέχνης. Ποιοί, πότε και γιατί αναγόρευσαν σε οριστικό απόγαιο της Ιστορίας την Κλασσική Ελλάδα; Πώς επέλεξαν στη συνέχεια να τοποθετηθούν οι ίδιοι απέναντι σε αυτή την παραδοχή; Κατά τι τους μοιάζουν όσοι μιμούνται αυτή την αναγόρευση στις μέρες μας, μικροί και μεγάλοι; Και προσοχή -επειδή με ρώτησες κάποτε τι να προσέχεις: «Άστοχα πράγματα και κινδυνώδη οι έπαινοι για των Ελλήνων τα ιδεώδη»…
2. Με εντυπωσίαζε πάντα που όλα αυτά τα τα ντοκιμαντέρ και μαζί όλα αυτά τα διάφορα τέτοια, που διαπορούν κι εκστατικά ανακαλύπτουν, εκκινούν από την πονηρή βάση ότι «επέτυχαν να, αν και δεν εγνώριζαν, διότι δεν είναι δυνατόν να γνωρίζαν», αντί του προφανούς «άρα εγνώριζαν, εξού και», οπότε όλα θα ήταν απλούστερα και πιο βατά, ενώ μελέτη και έρευνα θα ήσαν αμφότερα ευθαρσώς ενώπιον μεγαλύτερου πλούτου, άλλης μεθοδολογίας κ.τ.λ., και ίσως εντέλει λιγότερο μυστηριώδους τύπου μεγαλείου. Πάντως, έχω, είναι η αλήθεια, δει/ακούσει και χειρότερα.
3. Τριάντα χρόνια τους πήρε γιατί δεν είχαν κανένα ντόπιο να ρωτήσουν, αφού αυτοί ήσαν απησχολημένοι να ρωτάνε εκείνους. Κι εμένα, αν έμενα στο βροχερό Λονδίνο ή στην παγωμένη Βαρσοβία, τόσο θα μου έπαιρνε και βάλε…
4. Ειλικρινώς δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει «η Θρησκεία υπερίσχυσε της Πολιτείας». Όσο για το λαό… Ποτέ ο λαός δεν διάβαζε Πλάτωνα, κυρίως δε επί Πλάτωνος, και κακά τα ψέματα. Μετά, επί εποχής αναγνώσεως Παλαιάς Διαθήκης, ο λαός έμαθε απλώς να διαβάζει και το θεωρώ βήμα εμπρός. Θα έπρεπε να μάθει να διαβάζει με Πλάτωνα; Καλώς… Πάντως σήμερα ο λαός διαβάζει Πλάτωνα -κάποιο Πλάτωνα στα σχολεία- ως κατάκτηση κι επίτευγμα του σύγχρονου πολιτισμού, κατά τη γνώμη μου ίσως βήμα εφάμιλο ή και μεγαλύτερο ακόμη και από αυτόν τον ίδιο τον Πλάτωνα -το λέω με δισταγμό και μεγάλη στοχαστικότητα. Κατά πάσα πιθανότητα, σε αυτό θα συνέβαλε το ότι κάποτε άρχισε να διαβάζει, έστω Παλαιά Διαθήκη. Και δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι η Παλαιά Διαθήκη εξοβελίζει τον Πλάτωνα. Συμφωνώ, είναι γεμάτη αισχρότητες. Και ο Μαρκήσιος ντε Σαντ είναι γεμάτος αισχρότητες. Αδειοδοτεί αυτό τον Δείκτη Απηγορευμένων Βιβλίων (Index Librorum Prohibitorum) της Παπικής Εκκλησίας;
5. Η Παλαιά Διαθήκη την οποία καθίζεις στο σκαμνί περιλαμβάνει το πάθημα της γυναίκας του Λωτ, πολύ διαδακτικό για όσους θέλουν να στρέφουν το βλέμμα τους προς τα πίσω. Θεωρώ ότι η επίσκεψη στο αρχαιοελληνικό παρελθόν πρέπει να γίνεται με το βλέμμα εμπρός και όχι όπως αποχωρούσαν από τους Μεσαιωνικούς ηγεμόνες οι υποτακτικοί μη τυχόν και στρέψουν τα νώτα τους. Η φράση «ανακαλύπτω ξανά» στα μάτια μου υφίσταται μόνον ως επιτιμητική αποστροφή. Πιστεύω δε ότι θα ανακαλύψουμε πολλά και δεν προεξοφλώ τίποτε. Ίσως μάλιστα ακόμη και το αληθινό «γιατί αυτοί και όχι κάποιος άλλος» πίσω από την Κλασσική Ελλάδα. Αν και νομίζω ότι αυτό θα αργήσει πολύ να απαντηθεί -προσωπικώς το τοποθετώ λίγο πριν από τη Δευτέρα Παρουσία. Εν τω μεταξύ βολευόμαστε με τους Νεφελίμ και τους Ελοχίμ του Λιακόπουλου.
6. Για τον Λιαντίνη γνωρίζω μόνο ότι τον αγαπάς και δεν θα πω τίποτε.
7. Ο καλλιτέχνης μπορεί να έχει όποιο ζενιθ θέλει στο προσκεφάλι του. Δεν αξιολογείται, ωστόσο, γι αυτό, αλλά για το δικό του ζενιθ, εκείνο που καταλίπει ως νέο δημιουργικό έργο για τους κατοπινούς, με ή χωρίς αυτό που είχε στο προσκεφάλι του.
Ένα ισχνό ρυάκι είμαστε όλοι. Δεν είμαι σε πόλεμο με κανέναν, πόσο δε μάλλον με σένα. Ανιθέτως, ό,τι γράφω το γράφω με αγάπη και για σένα και για όσα γράφεις και για όσα γράφονται. Ζητώ την κατανόησή σου που επιμένω και που ίσως το παρατραβάω, δεν μπορώ να το αποφύγω. Δεν είναι, λοιπόν, ανάγκη να καταλήξουμε σε τούτο το εδώ βήμα στο κατά πόσον συμφωνούμε ή διαφωνούμε, διότι ούτως ή άλλως θα σέβομαι τις απόψεις σου, με τη βεβαιότητα ότι μου το ανταποδίδεις.
«Άστοχα πράγματα και κινδυνώδη οι έπαινοι για των Ελλήνων τα ιδεώδη»…
Είναι τα ελληνικά ιδεώδη εκ νέου υπό διωγμόν; Παλιά μας τέχνη κόσκινο.
Ο λαός δεν διάβαζε Πλάτωνα επί Πλάτωνος. Ποιός μελετάει Λιαντίνη ή Ιωαννίδη επί Λιαντίνη και Ιωαννίδη; Το ερώτημα ήταν γιατί επί Βυζαντίου ο λαός δεν διάβαζε Πλάτωνα. Όσο για τον Μαρκήσιο Ντε Σαντ; Μα δεν έγινε ποτέ αλφαβητάρι των Ελλήνων για να με πονάει.
« Ίσως δε ακόμη και το αληθινό «γιατί αυτοί και όχι κάποιος άλλος» πίσω από την Κλασσική Ελλάδα.». Άρα νομιμοποιούνται και οι κάθε λογής Λιακόπουλοι να λένε γιατί όχι οι εξωγήινοι απ’ τον Σείριο;
Θέλεις να τα διαλύσουμε όλα; Μαζί σου. Βάλε όμως κάτι εξίσου ισχυρό στη θέση τους. Ας πούμε, η λέξη Δημοκρατία μου βγαίνει κυριολεκτικά απ’ τα ρουθούνια όπως την καταντήσαμε. Πες μου με τι να την αντικαταστήσω; Και η συντέλεια να έρθει, όσοι επιζήσουν, από ένα βράχο, ένα δένδρο, ένα σανίδι, κάτι στέρεο θα πιαστούνε… Έχουμε όλοι κουραστεί από το κάρο ΕΛΛΑΣ που δεν τραβάει. Μην αφανίσουμε όμως από απελπισία και τις ρίζες της.
Το «πόλεμος» έτσι κι αλλιώς σχήμα λόγου και παιχνίδι ήταν. Έχεις δίκιο, μεγάλο θέμα ανοίξαμε και δεν μπορούμε εδώ να καταλήξουμε. Την αγάπη μου, τον θαυμασμό μου, τον σεβασμό μου στις απόψεις σου; Ας διανοηθεί κάποιος να τα αμφισβητήσει. Μια καληνύχτα στοργική και τρυφερή.